Ἀπὸ τὴν γέννηση ἕως τὴν ἀποκήρυξη της ἀπὸ τὸν πατέρα της

Ἡ Ἁγία Μαρίνα γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Πισιδίας, μιὰ πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ἔτος 270 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας τοῦ Ἀυρηλίου Κλαυδίου. Ἦταν καιροὶ σκοτεινοὶ γιὰ τοὺς Χριστιανούς· ἡ πίστη στὸν Χριστὸ θεωροῦνταν ἔγκλημα, καὶ ὅσοι τὴν ὁμολογοῦσαν βασανίζονταν καὶ ἐθανατώνοντο.

Οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας ἦσαν πλούσιοι καὶ γνωστοί, ἀλλὰ εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας της, ὁ Αἰδέσιος, ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιρροὴ στὴν περιοχή. Ἡ μητέρα της πέθανε λίγες μέρες μετὰ τὴ γέννηση τῆς μικρῆς Μαρίνας, καὶ ἔτσι τὸ κοριτσάκι μεγάλωσε ὀρφανὸ ἀπὸ μητέρα.

Ὁ Αἰδέσιος, μὴ μπορῶντας νὰ μεγαλώσει μόνος του τὴν κόρη του, τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ μιὰ γυναῖκα σὲ ἕνα χωριό ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἦταν Χριστιανὴ εὐσεβής, γεμάτη ἀγάπη καὶ σοφία. Ἐκεῖ, στὴν ἁπλότητα τοῦ χωριοῦ, μεγάλωνε ἡ μικρὴ Μαρίνα, γεμάτη γαλήνη, φροντίδα καὶ προσευχὴ.

Ἀπὸ μικρὴ ἄρχισε νὰ νιώθει στὴν ψυχὴ της μιὰ ἰδιαίτερη ἔλξη πρὸς τὸν Θεό. Ἡ στοργὴ τῆς θετῆς μητέρας, ἡ ἁπλότητα τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐντιμότητα καὶ ἡ πίστη ποὺ εἶχε γεύσει ἀπὸ παιδὶ, τῆς ἔδωσαν βαθιὲς ρίζες χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἀκουγε τὶς διηγήσεις γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὸ Σταυρὸ, γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του, καὶ ἡ καρδιὰ της πλημμύριζε φῶς. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, ποὺ ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους μὲ θάρρος καὶ θυσία, ἔβαλε καὶ ἐκείνη μέσα της τὴν εὐχὴ:
«Χριστέ μου, ἀξίωσέ με νὰ Σὲ ὁμολογήσω ὅπως ἐκεῖνοι!»

Ἡ Ἁγία Μαρίνα μεγάλωνε, καὶ μαζί μεγάλωνε καὶ ἡ χάρη ποὺ ἀνέδιδε. Ἦταν ὄμορφη κοπέλα, μὲ καλωσύνη στὸ βλέμμα, μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ καθαρό λογισμὸ. Ὅσοι τὴν ἔβλεπαν, μιλούσαν γιὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν σεμνότητά της.

Στὴν ἡλικία μόλις δεκατεσσάρων ἐτῶν, δὲν δίσταζε πια νὰ λέει φανερὰ ὅτι εἶναι Χριστιανή. Ὅποτε τὴν ρωτοῦσαν, μὲ φωνὴ σταθερὴ καὶ μάτια γεμάτα εἰρήνη, ἔλεγε:
«Πιστεύω στὸν Χριστό, καὶ γι’ Αὐτὸν ζῶ!»

Μὲ τὴν προσευχή καὶ τὴν νηστεία, μὲ τὴν ταπεινότητα καὶ τὴν ἀγάπη, ἡ ψυχὴ της γινόταν ὅλο καὶ πιὸ καθαρή. Ὅσο μεγάλωνε, τόσο πιὸ πολὺ ποθοῦσε νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλόψυχα στὸν Θεό.

Ὅταν ὁ πατέρας της ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του δὲν προσκυνοῦσε πια τοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων, ἀλλὰ ἐπίστευε στὸν Χριστό, ἔγινε θηρίο. Ἀναστατωμένος, θυμωμένος, τὴν ἀντιμετώπισε σκληρά. Τῆς ζήτησε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐκείνη, χωρὶς φόβο, ἀπάντησε:
«Δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός μου.»

Τότε ὁ πατέρας της, πληγωμένος στὸ «ἐγώ» του καὶ ντροπιασμένος ἐμπρός στὸν κόσμο, τὴν ἀποκήρυξε.
«Δὲν εἶσαι πιὰ κόρη μου!» εἶπε μὲ θυμό.

Ἡ Μαρίνα δὲν λύγισε. Μπορεῖ νὰ ἔχασε τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά, ἀλλὰ ἔνοιωθε μέσα της τὴ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα.
Καὶ ήταν μόλις δεκαπέντε ἐτῶν…

Ὁ Ἔπαρχος Ὀλύβριος καὶ τὰ Πρῶτα Βασανιστήρια

Ἡ Ἁγία Μαρίνα, στὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε πρὸς δεκαέξι ἐτῶν, ἦταν μία κόρη ὡραία, σεμνὴ καὶ γεμάτη θεία χάρη. Ἡ ψυχικὴ της ὀμορφιὰ καθρέφτιζε στὸ πρόσωπό της. Ὅσοι τὴν ἔβλεπαν, διαισθάνονταν ὅτι ἦταν ξεχωριστὴ.

Μία μέρα, καθὼς βάδιζε ἡ Μαρίνα σὲ ἕνα μονοπάτι, τὴν συνάντησε ὁ Ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Ὀλύβριος, ποὺ ταξίδευε πρὸς τὴν Ἀντιόχεια. Μόλις τὴν εἶδε, ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ της, καὶ ἡ καρδιὰ του πλημμύρισε μὲ ἄτακτους λογισμούς.

Ἐρωτικὸς καὶ σαρκικὸς πόθος κυρίευσε τὸν σκληρὸ ἄρχοντα. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν συλλάβουν καὶ νὰ τὴν φέρουν μπροστά του. Οἱ στρατιῶτες τὴν ἔπιασαν καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν ἔπαρχο.

Ἡ νεαρὴ Μαρίνα, παρὰ τὸν φόβο, στράφηκε μὲ θάρρος στὸν Χριστό:

«Χριστέ μου, νὰ ἡ ὥρα τοῦ ἀγῶνα. Δός μου δύναμη νὰ σταθῶ ἄξια! Φύλαξέ μου τὴν ἁγνότητα, καὶ κάνε μὲ νὰ γίνω νύμφη Σου παντοτινή!»

Ὅταν τὴν ἔφεραν μπροστά του, ὁ Ὀλύβριος τὴν κοίταξε μὲ θαυμασμὸ καὶ προσποιητὴ καλοσύνη. Τὴν ρώτησε:
— Πῶς λέγεσαι, κόρη μου, καὶ σὲ ποιὸν Θεὸ πιστεύεις;

Ἐκείνη, ἀτρόμητη, ἀποκρίθηκε:
— Μαρίνα εἶναι τὸ ὄνομά μου, καὶ πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ!

Ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία της, ὁ ἔπαρχος ἐντυπωσιάστηκε, ἀλλὰ δὲν ἔδειξε τὸν θυμό του. Τὴν φυλάκισε προσωρινὰ, μέχρι νὰ ἀποφασίσει τί νὰ κάνει με εκείνη.
Τὴν ἐπόμενη μέρα, ἔγινε μεγάλη γιορτὴ στὸν τόπο· θυσίες στα εἴδωλα, λιτανείες καὶ τελετὲς. Ὁ Ὀλύβριος διέταξε νὰ φέρουν μπροστὰ του τὴ Μαρίνα.
— Μαρίνα, ὅλοι θυσιάζουν στους θεοὺς μας. Θυσίασε κι’ ἐσύ! Εἶσαι νέα, ὅμορφη, σοφὴ. Θὰ σοῦ δώσω τὸ ὄνομά μου, τὸν πλοῦτο μου, τὴν ἀρχοντιά μου. Θὰ γίνεις ἡ κυρία τῆς ἀνατολῆς!

Ἡ Ἁγία ἀπάντησε μὲ στερεὰ φωνή:
— Ἐγὼ εἶμαι δούλη τοῦ Χριστοῦ! Ἐκεῖνος εἶναι ὁ θησαυρός μου. Τὰ εἴδωλά σας εἶναι ψεύτικα. Οὔτε πλοῦτος, οὔτε δόξα μποροῦν νὰ μὲ ἀποσπάσουν ἀπ’ Αὐτόν.

Ἔπαρχος:
— Τότε, θὰ δοκιμάσεις τὴν ὀργή μου. Θὰ βασανιστεῖς, καὶ θὰ μάθεις ποῦ εἶναι ἡ δύναμη!

Καὶ ἀπάντησε ἡ Μαρίνα:
— Τὴν δύναμη τὴν ἔχει ὁ Χριστός. Μὴν χάνεις καιρό. Κάνε ὅ,τι νομίζεις. Δὲν φοβᾶμαι θάνατο. Ὁ Χριστὸς μὲ περιμένει.

Τότε ὁ Ὀλύβριος ἐξαγριώθηκε. Διέταξε νὰ τὴν γυμνώσουν καὶ νὰ τὴν χτυποῦν μὲ ρόζινα ραβδιά.

Τὸ τρυφερὸ της σῶμα ματώθηκε, σκίστηκαν οἱ σάρκες της, ἀλλ’ ἡ Ἁγία, ἡρωικὴ καὶ ήσυχη , ὑπέμενε προσευχόμενη. Ὁ λαὸς ἐθαύμαζε τὴν καρτερία της.

Μετὰ, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τὴν κλείσουν στὴ φυλακή, σὲ σκοτεινὸ κελί. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία δὲν παραδόθηκε στὴ λύπη. Προσευχόταν ὅλη νύχτα, καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἐνίσχυε.

Ὁ Σατανᾶς, τὸ Θαῦμα καὶ ἡ Θεία Ὀπτασία

Μετὰ ἀπὸ ἡμέρες, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ φέρουν πάλι μπροστὰ του τὴν Μαρίνα. Ὅταν ἐκείνη ἔμεινε ἀκλόνητη στὴν ὁμολογία της, ὁ Ὀλύβριος, τρελὸς ἀπὸ θυμὸ, φώναξε:
— Κρεμάστε την! Σχίστε τὸ κορμὶ της μὲ σιδερένια νύχια!

Οἱ δήμιοι, σκληροὶ καὶ ἀλύπητοι, ἔπεσαν ἐπάνω της. Μὲ σκουριασμένα σιδερικὰ ἐξάρθρωναν τὰ μέλη της, ἔσκιζαν τὴ σάρκα, ποὺ ἔσταζε αἷμα. Ὁ κόσμος, ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει τὴν ὑπομονή τῆς νεαρῆς.

Μικροὶ καὶ μεγάλοι ἔκλαιγαν. Πολλοὶ ἔλεγαν μέσα τους:
«Αὐτὴ δὲν εἶναι κοπέλα· εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ!»

Ὅταν τὸ βασανιστήριο ἔλαβε τέλος, τὴν ἔριξαν πάλι στὴ φυλακή, μὲ πληγὲς ἀνοικτὲς, δίχως τροφὴ ἢ βοήθεια. Καὶ ἐκεῖ, μὲς στὸ σκοτάδι, ἡ Ἁγία ἔμεινε ὅρθια στὴν προσευχὴ της.

Ξαφνικὰ, μέσα στὴ σιωπή, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς, σὲ μορφὴ φοβερῆς φαντασίας· σὰν ἄγριος δράκοντα μὲ φωτιὲς στὰ μάτια καὶ κόκκινη γλῶσσα. Βρυχόταν, σφύριζε, ἔτριζε τὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ τὴν τρομάξει, νὰ τὴν λυγίσει.

Ἡ Μαρίνα, παρ’ ὅλο τὸν φυσικὸ φόβο, προσευχήθηκε:
«Χριστέ μου, βοήθησέ με! Σκέπασέ με μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σου Σταυροῦ!»

Καὶ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τὴν ἴδια στιγμή, ὁ σατανᾶς διαλύθηκε σὲ μία φλογερὴ λάμψη. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας νίκησε τὸ σκοτάδι!
Μὲ δάκρυα χαρᾶς, ἡ Μαρίνα ψιθύρισε:
«Δόξα Σοι, Κύριε, ὁ δυνατὸς ἐν μάχῃ!»

Καὶ τότε, νὰ ἕνα δεύτερο θαῦμα!
Ὅλη ἡ φυλακὴ ἔλαμψε ἀπὸ φῶς θεϊκὸ. Μπροστά της φάνηκε ἕνας Σταυρὸς πελώριος, ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανό. Πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ πετοῦσε ἕνα περιστέρι λευκὸ, φωτεινὸ, οὐράνιο.

Ἡ Ἁγία ἔμεινε ἔκθαμβη. Το πςειατέρι πλησίασε καὶ τῆς μίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνή:
«Χαῖρε, Μαρίνα, περιστερὰ τοῦ Χριστοῦ!
Νίκησες τὸν σατανᾶ, ἔμεινες πιστή.
Σὲ λίγο θὰ στεφανωθεῖς,
καὶ θὰ μπει στὸν νυμφῶνα τοῦ Οὐρανοῦ!»

Καὶ ἡ Ἁγία ἔπεσε μὲ δάκρυα στὸ ἔδαφος, ἐυχαριστώντας τὸν Κύριο.
Καὶ ὅταν ἠσύχασε, διαπίστωσε ὅτι ὅλες οἱ πληγὲς τῆς εἶχαν ἐξαφανισθεῖ. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε σημάδι.

Πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ, εἶπε:
«Σ’ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, ποὺ μὲ θεράπευσες,
σώζοντας τὴν ψυχὴ μου καὶ τὸ σῶμά μου!»

Νέα ἀνάκριση, καζάνι, θαύματα καὶ ὁμολογία

Τὴν ἐπόμενη πρωΐα, ὁ ἔπαρχος ἔμαθε ὅτι ἡ Μαρίνα, ἡ φυλακισμένη παρθένος, ἐμφανίστηκε χωρὶς καμμία πληγή. Ἦταν ὅμορφη, φωτεινὴ καὶ ἀκέραιη, ὡς νὰ μὴν εἶχε βασανιστεῖ ποτέ.
Ξαφνιάστηκε, κι’ ἀναρωτήθηκε:
— Πῶς εἶναι δυνατόν; Ποιὸς τὴν ἴασε;

Κι’ ἐκείνη ἀπάντησε ἠσύχως:
— Ὁ Χριστός! Αὐτὸς ποὺ νικάει τὸν θάνατο, μὲ θεράπευσε. Καὶ τὶς πληγὲς μου μού ἄφησε καὶ τὴν ψυχὴ μου μ’ ἐδυνάμωσε.

Τότε, ὁ ἔπαρχος θύμωσε πολύ . Ἦθελε νὰ συντρίψει τὴν ὁμολογία της. Διέταξε νὰ ἐτοιμάσουν ἕνα μεγάλο καζάνι μὲ νερὸ βραστό. Τὴν ἔδεσαν, καὶ τὴν ἔριξαν μέσα, νομίζοντας ὅτι ἐκεῖ θὰ τὴν καταστρέψουν.

Ἡ Μαρίνα, πρὶν πέσει μέσα, ἔκανε τὸ σημειωτὸ τοῦ Σταυροῦ, λέγοντας:
«Σὺ, Κύριε, ποὺ ἔσωσες τοὺς Τρεῖς Παῖδας ἀπὸ τὴ κάμινον, σῶσέ με καὶ τώρα!»

Καὶ τότε, ἔγινε μεγάλο θαῦμα. Τὸ βραστὸ νερὸ ἔγινε δρόσος, καὶ ἡ Ἁγία ἔμεινε σώα και αβλαβής μέσα στὸ καζάνι. Σαν νὰ ἦταν ἔνα λουλούδι θεϊκὸ, τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε, καὶ οὐδεμία βλάβη ἔπαθε.
Ὁ ἔπαρχος ἔμεινε ἔκθαμβος.
Τὴν ἔβγαλαν ἔξω. Τότε ἡ Μαρίνα, μὲ φωνὴ δυνατή, ἀναφώνησε:
«Μεγάλα τὰ θαυμάσιά Σου, Κύριε!
Οὔτε κάμινος, οὔτε νερὸ βραστὸ μὲ πείθουν νὰ Σὲ ἀρνηθῶ!
Σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς μου,
Σὺ εἶσαι τὸ φῶς μου,
Σὺ εἶσαι ἡ ζωὴ μου!»

Καὶ τότε, πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαὸ ποὺ παρευρίσκονταν, βλέποντας τὸ θαῦμα, ἐπίστευσαν στὸν Χριστό. Ἀναφώνησαν μὲ ἔκπληξη:
— Ὄντως, ὁ Θεὸς τῆς Μαρίνας εἶναι ζωντανός!

Οἱ στρατιῶτες φοβήθηκαν. Κάποιοι δὲν ἤθελαν πια νὰ τὴν πειράξουν. Ὁ ἔπαρχος, ὅμως, ἀδυνατῶντας νὰ παραδεχθεῖ τὴν ἤττα του, ἐξαγριώθηκε περισσότερο.
Ἀλλὰ τίποτα πιὰ δὲν ἦταν δυνατόν νὰ λυγίσει τὴν καρδιὰ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.

Τὸ Μαρτύριο καὶ ἡ Οὐράνια Στέψη

Ὁ ἔπαρχος, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῶν βασανιστηρίων, βλέποντας ὅτι οὔτε ἡ φυλακὴ οὔτε τὰ σίδερα οὔτε τὸ καζάνι ἔκαμψαν τὴ Μαρίνα, διέταξε τὴν τελικὴ τῆς ἐκτέλεση.
— Κόψτε τὸ κεφάλι της, φώναξε σκληρὰ. Μὴν ἀντέχω ἄλλο νὰ τὴ βλέπω νὰ νικᾷ!

Τὴν ὁδήγησαν σὲ τόπο καταδίκης. Ἡ Μαρίνα ἦταν ἥσυχη, γελαστὴ. Ἦξερε ποὺ πήγαινε. Πρὶν τὴν ἐκτέλεση, ζήτησε χρόνο γιὰ προσευχὴ.
Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ εἶπε μὲ φωνὴ θερμὴ, μιᾶς καρδιᾶς ποὺ ἀγαπά:
«Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
Σὲ ἐυχαριστῶ ποὺ μὲ ἐνίσχυσες σὲ ὅλες τὶς θλίψεις.
Δέξου τὴν ψυχὴ μου στὴ Βασιλεία Σου.
Καὶ παρακαλῶ Σε, δὸς χάρη σὲ ὅποιον ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου,
καὶ μὲ πίστι ζητεῖ τὴ μεσιτεία μου.
Ἐλέησέ τον καὶ θεράπευσέ τον,
ὅπως ἐμὲ ἐθεράπευσες καὶ μὲ φύλαξες.»

Καὶ τότε ἔγειρε τὸ κεφάλι της μὲ ἥσυχο βλέμμα. Ὁ δήμιος σήκωσε τὸ χέρι του. Τὸ ξίφος ἔπεσε. Καὶ ἡ ψυχὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἀναλήφθηκε σὲ φῶς, μέσα σὲ δοξολογία.

Τὴ στιγμή ἐκεῖνη, ἦχος ἀγγελικός ἀκούστηκε ἀπ’ τὸν οὐρανό. Κάποιοι ἐκ τῶν παρισταμένων εἶδαν φῶς πάνω ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Μάρτυρος. Ἡ γῆ εἶχε παραδοθεῖ σὲ θεία ἠσυχία.

Ἦταν τότε μόλις δεκαέξι ἐτῶν.

Το μαρτυρικό της τέλος στάθηκε σπορά πίστεως. Πολλοὶ ποὺ εἶδαν τὸ μαρτύριό της ἐπίστευσαν στὸν Χριστό.
Ἡ Ἁγία Μαρίνα ἐτάφη μὲ τιμές, καὶ ὁ τάφος της ἔγινε πηγὴ θαυμάτων.

Ἀπὸ τότε, ἡ Ἐκκλησία τὴν τιμᾷ κάθε χρόνο στὶς 17 Ἰουλίου, ὡς παρθένο, μάρτυρα, καὶ πνευματικὴ προστάτιδα.

Ἡ ζωή τῆς Ἁγίας Μαρίνας εἶναι ἕνα παράδειγμα ἀγνότητος, θάρρους καὶ ἀκλόνητης πίστεως. Ἐνέπνευσε γενιὲς ὁλόκληρες, καὶ μέχρι σήμερα χιλιάδες πιστοὶ τὴν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη.

Νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά της:

  • νὰ κρατοῦμε καθαρὴ καρδιὰ,
  • νὰ μένουμε πιστοὶ στὴν ἀλήθεια,
  • νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή.

Ἁγία τοῦ Θεοῦ Μαρίνα, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!