ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΓΑΜΟΥ

Οἱ προϋποθέσεις τελέσεως Θρησκευτικοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα ποὺ ἰσχύουν σήμερα, βασιζόμενα στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ρυθμίζονται ἐν πολλοῖς στὴν ὑπ ἀριθμ. 2320/1982 Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο καὶ σὲ ἄλλες ποὺ ἀκολούθησαν. Συνοπτικὰ σήμερα ἰσχύουν τὰ ἑξῆς κωλύματα:

Ἡλικία

Πρὸς σύναψη Γάμου ἀπαιτεῖται οἱ μελλόνυμφοι νὰ ἔχουν συμπληρωμένο τὸ 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας τους. Ἐπίσης ἡ συναίνεση τῶν εἰς Γάμον συνερχομένων δηλώνεται αὐτοπροσώπως καὶ ἄνευ αἱρέσεως ἢ προθεσμίας.

Στὴν περίπτωση τῆς ἀνηλικότητας, τὴ συναίνεση δίνουν οἱ ἀσκοῦντες τὴν γονικὴ μέριμνα γονεῖς ἢ ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλεια τοῦ ἀνηλίκου. Ἡ συγκατάθεση ὑποβάλλεται ἐγγράφως στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, ἡ ὁποία ἁρμοδίως διαβιβάζει τὸ αἴτημα γιὰ τὴν ἔκδοση ἀδείας Γάμου ἀνηλίκου στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἀπὸ ὅπου καὶ ἐκδίδεται ἡ ἄδεια. Δὲν θὰ ἀπευθύνεσθε προσωπικῶς στὸ ἁρμόδιο Γραφεῖο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλὰ πάντοτε μέσῳ τοῦ Γραφείου Γάμων τῆς Ι. Μητρόπολης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς. Σὲ περίπτωση διαφωνίας, τὴν ἄδεια δίνει τὸ ἁρμόδιο δικαστήριο μὲ τὴν ἔκδοση δικαστικῆς ἀποφάσης. Ὡστόσο, ἀπαγορεύεται ρητῶς ὁ Γάμος σὲ ἡλικίες κάτω τῶν 14 ἐτῶν.

Θρήσκευμα

Κωλύεται ὁ Γάμος χριστιανοῦ μετ΄ ἀλλοθρήσκου.
Κατ’ οἰκονομία ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση Γάμου (μικτὸς Γάμος) μὲ ἑτεροδόξους χριστιανούς, ὑπὸ καθορισμένες προϋποθέσεις.

Ὑφιστάμενος Γάμος

Κωλύεται ἡ σύναψη ἑτέρου Γάμου πρὶν νὰ λυθεῖ ἀμετάκλητα ἢ νὰ ἀκυρωθεῖ ὁποιοσδήποτε ὑφιστάμενος τύπος Γάμου.
Κωλύεται ὁ τέταρτος Γάμος (προϋπάρξαντος τρίτου ἐγκύρου).

Συγγένεια ἐξ αἵματος

  • Κωλύεται ὁ Γάμος μετὰ συγγενῶν ἐξ αἵματος, κατ’ εὐθεῖαν μὲν γραμμή, ἀπεριορίστως καὶ μὲ τοὺς ἀνιόντες καὶ μὲ κατιόντες συγγενεῖς.
  • Ἐκ πλαγίου δέ, κωλύεται ὁ Γάμος μέχρι καὶ τοῦ τετάρτου βαθμοῦ (α΄ξαδέλφια).
  • Τὰ παιδιὰ τῶν πρώτων ξαδέλφων παντρεύονται. Ἐπίσης λ.χ. ἡ κόρη τοῦ πρώτου ξαδέλφου δύναται νὰ νυμφευθεῖ μὲ τὸν πρῶτο ξάδελφο τοῦ πατέρα της.
  • Δύο ἀδέλφια δὲν δύνανται νὰ νυμφευθοῦν δύο ἄλλα ἀδέλφια, οὔτε ταυτοχρόνως. (ΝΔ Κανῶν τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
  • Δύο ἀδέλφια δύναται νὰ νυμφευθοῦν δύο πρῶτα ξαδέλφια.

Συγγένεια ἐξ ἀγχιστείας

Κωλύεται ὁ Γάμος μετὰ συγγενῶν ἐξ ἀγχιστείας κατ’ εὐθεῖαν μὲν γραμμὴ ἀπεριορίστως, ἐκ πλαγίου δέ, μέχρι καὶ τοῦ τρίτου βαθμοῦ.

Ἔτσι, π.χ. κωλύεται ὁ Γάμος πατρὸς καὶ υἱοῦ μὲ μητέρα καὶ θυγατέρα (α’ βαθμὸς κατ’ εὐθεῖαν γραμμὴ ἀγχιστείας), παπποῦ καὶ ἐγγονῆς μὲ μάμμη καὶ ἐγγονὴ (β΄ βαθμός).

Συγγένεια ἐπίσης ὅσον ἀφορᾶ στὰ κωλύματα τοῦ Γάμου, ὑφίσταται καὶ μεταξὺ τέκνου γεννημένου χωρὶς Γάμο τῶν γονέων τοῦ (ἐξώγαμου) ἢ τῶν κατιόντων αὐτοῦ καὶ τοῦ ἐξ ἀναγνωρίσεως πατρός του ἢ τῶν ἐξ αἵματος συγγενῶν αὐτοῦ. Ἐπίσης τὸ μὴ γνήσιο τέκνο, δηλ. τὸ ἀναγνωρισθέν, ἐπέχει τάξη γνήσιου ἀπέναντι τῆς μητέρας του καὶ τῶν πρὸς τὴν μητέρα συγγενῶν.

Ἐκ τοῦ πλαγίου ἀγχιστεία

Ὁ πρώην σύζυγος δὲν δύναται νὰ συνάψει Γάμο μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ, θείου ἢ ἀνηψιοῦ τοῦ τέως συζύγου, οὔτε μὲ τὸν ἀνδράδελφο ἢ ἀνδραδελφὴ (κουνιάδο ἢ κουνιάδα). Ἐπίσης δὲν ἐπιτρέπεται σὲ δύο ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὲς νὰ ἔλθουν σὲ Γάμο μετὰ τοῦ αὐτοῦ προσώπου ἀλληλοδιαδόχως. Ἡ ἰσχὺς τοῦ ἐν λόγῳ κωλύματος ἀρχίζει μετὰ τὴν λύση τοῦ πρώτου Γάμου, διότι ἡ ἐξ ἀγχιστείας συγγένεια ἐξακολουθεῖ ὑφισταμένη καὶ μετὰ τὴν λύση τοῦ Γάμου.

Παρεπομένη ἡ καταχρηστικὴ ἀγχιστεία

Κωλύεται ὁ Γάμος συγγενῶν ἐξ αἵματος, μέχρι καὶ τοῦ δευτέρου βαθμοῦ, τοῦ ἑνὸς τῶν συζύγων μετὰ συγγενοῦς ἐξ αἵματος μέχρι καὶ τοῦ δευτέρου βαθμοῦ τοῦ ἑτέρου συζύγου. Συνεπῶς δὲν δύναται νὰ συναφθεῖ Γάμος μεταξὺ γονέως ἢ παπποῦ, τέκνου ἢ ἐγγονοῦ καὶ ἀδελφοῦ ἑνὸς ἑκάστου τῶν συζύγων μετὰ τῶν αὐτῶν συγγενῶν τοῦ ἑτέρου συζύγου, τοῦ κωλύματος ὑφισταμένου καὶ μετὰ τὴν λύση ἢ ἀκύρωση τοῦ Γάμου.

Υἱοθεσία

Κωλύεται ὁ Γάμος τοῦ υἱοθετήσαντος ἢ τῶν κατιόντων αὐτοῦ μετὰ τοῦ υἱοθετηθέντος. Τὸ κώλυμα ὑφίσταται καὶ μετὰ τὴν λύση τῆς υἱοθεσίας.

Βάπτισμα (πνευματικὴ συγγένεια)

Κωλύεται ὁ Γάμος τοῦ ἀναδόχου μετὰ τοῦ ἀναδεκτοῦ, τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ τανάπαλιν. Τὸ κώλυμα τοῦτο ἀναφέρει ὁ ΝΓ (53ος) Κανῶν τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἡ ἀπαγόρευση συνάψεως Γάμου μεταξὺ πνευματικῶν συγγενῶν ἐπεκτείνεται μέχρι καὶ τοῦ δευτέρου βαθμοῦ, δηλαδὴ μέχρι τοῦ πατέρα ἢ τῆς μητέρας του ἢ τῆς ἀναδεκτοῦ.

Δὲν λογίζονται πνευματικοὶ ἀδελφοὶ κατὰ τὸ νόημα τοῦ κανόνος ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κοινὸ ἀνάδοχο.