Εἰσαγωγή

Τὸ χρονικὸ τῆς ἀνέγερσης τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τῆς Ἁγίας Μαρίνας Ἀλυκοῦ Κορωπίου εἶναι ἀξιοπερίεργο καὶ θαυμαστό. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἄρχισε ἡ προσπάθεια τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς «θαῦμα». Καὶ πράγματι διαβάζοντας κάποιος τις παρακάτω σειρὲς θὰ καταλάβει τί ἐννοοῦμε λέγοντας «θαῦμα». Πρόκειται γιὰ μία ὁλοφάνερη θεία οἰκονομία τῶν πραγμάτων. Ἄλλωστε τὸ «θαῦμα» δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Τὴν θεϊκὴ αὐτὴ παρέμβαση καταδεικνύει τὸ χρονικὸ καὶ τὰ γεγονότα τῆς ἀνέγερσης τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.

Ἀρχὴ τῆς ἱστορίας

Σεπτέμβριος τοῦ 1924

Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ 1924, ἐποχὴ κυνηγιοῦ. Ὁ Γεώργιος Παπαμιχάλης βρισκόταν στὴν περιοχή του Ἀλυκοῦ Κορωπίου, ποὺ εἶχε μεγάλο κτῆμα.

Αὐτὸ τὸ κτῆμα ἄρχιζε ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ἔφθανε μέχρι τὰ μισὰ τοῦ βουνοῦ, ἦταν δὲ προικῶο τῆς συζύγου του, τὸ γένος Ντούνη. Στὴν κάτω πλευρὰ τοῦ κτήματός του, πρὸς τὸ μέρος τῆς θάλασσας, ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ πέτρινο σπιτάκι ὅπου ἔμεναν τὸ διάστημα ποὺ καλλιεργοῦσε τὰ κτήματα ὅλης τῆς περιοχῆς.

Μιὰ μέρα μετὰ τὸ κυνήγι ἔψηνε στὸ τζάκι, ποὺ ὑπῆρχε στὸ πέτρινο σπιτάκι, τὰ πουλιὰ ποὺ εἶχε πιάσει περιμένοντας τὸν γιό του, ποὺ θὰ ἐρχόταν μὲ τὸ κάρο ἀπὸ τὸ Κορωπὶ νὰ πάρει ἄμμο ἀπὸ τὴν θάλασσα γιατί ἔχτιζε ἕνα καινούργιο σπίτι. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα κοιμόταν ἀμέριμνο ἕνα ἄγριο κυνηγόσκυλο ποὺ τὸ εἶχε πάντα μαζί του.

Παράξενη ἐπισκέπτρια

Ὅπως ἦταν σκυμμένος πάνω στὸ τζάκι κατάλαβε ὅτι κάποιος εἶχε σταθεῖ στὴν πόρτα γιατί σκοτείνιασε το φῶς τοῦ σπιτιοῦ. Γύρισε τὸ κεφάλι του νὰ δεῖ ποιός ἦταν καὶ βρέθηκε μπροστὰ στὴ θέα μιᾶς παράξενης ἐπισκέπτριας. Ἦταν μία νεαρὴ κοπέλα ντυμένη μὲ ξεσκισμένα καὶ κουρελιασμένα μαῦρα ροῦχα, καὶ σὲ ὅλο της τὸ κορμὶ ὑπῆρχαν πληγὲς ἀπὸ καψίματα. Τὸ ἄγριο κυνηγόσκυλο δὲν κουνήθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ θέση του, οὔτε γάβγισε, οὔτε ἐπιτέθηκε, σὰν νὰ μὴν ἔβλεπε τίποτα.

Ἀπορημένος ὁ Γεώργιος Παπαμιχάλης, ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ δὲν κυκλοφοροῦσε κανεὶς στὴν περιοχὴ ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς ἀγρότες, τὴν κάλεσε νὰ περάσει μέσα λέγοντάς της: «Μὴν φοβᾶσαι, πέρασε. Εἶμαι παντρεμένος, ἔχω παιδιά, μὴν ἀνησυχεῖς» .

Ἡ κοπέλα μπῆκε μέσα καὶ ὁ κυρ-Γιώργης της ἔβαλε ἕνα σακάκι σὲ ἕνα πέτρινο πεζούλι γιὰ νὰ καθίσει. «Πῶς βρέθηκες μόνη σὲ αὐτὴ τὴν ἐρημιά, ἀπὸ ποῦ ἦρθες καὶ γιατί εἶσαι σὲ αὐτὰ τὰ χάλια, ποιός σὲ ἔκανε ἔτσι;» ρώτησε ὁ καλοκάγαθος χωριάτης.

Ἡ κοπέλα του ἀπάντησε: «Ὁ ἡγεμὼν μὲ ἔκανε ἔτσι. Κι ἐγὼ εἶχα σπίτι ἐδῶ, ἀλλὰ μοῦ τὸ χάλασαν».

Ὁ κυρ-Γιώργης δὲν κατάλαβε ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ «Ἡγεμὼν» καὶ μὲ ποιό δικαίωμα μποροῦσε νὰ τὴν βασανίσει ἔτσι, δὲν μίλησε ὅμως, γιατί τὴν θεώρησε ἄρρωστη. Ἔκοψε μία φέτα ψωμί, ἔβαλε πάνω ἕνα ψημένο πουλάκι καὶ τῆς τὸ πρόσφερε, ἐκείνη τὸ πῆρε ἁπλώνοντας τὸ χέρι της.

Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ἀκούστηκε ὁ θόρυβος ἀπὸ τὶς ρόδες του κάρου. Εἶχε ἔρθει ὁ γιός του, νὰ φορτώσουν τὴν ἄμμο. «Κάθισε νὰ φᾶς τὸ ψωμί σου μὲ τὴν ἡσυχία σου», εἶπε στὴν κοπέλα ὁ κυρ-Γιώργης, «θὰ πάω νὰ ξεζέψω τὸ ἄλογο ἀπὸ τὸ κάρο, γιατί εἶναι μικρὸ τὸ παιδί μου καὶ δὲν μπορεῖ μόνο του καὶ θὰ γυρίσω γρήγορα».

Πράγματι βγῆκε ἔξω, ξέζεψε τὸ ἄλογο καὶ εἶπε στὸ παιδί του νὰ τὸ ταΐσει μὲ σανό, γιατί ὁ ἴδιος ἔπρεπε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι, ἐπειδὴ εἶχε ἔρθει μία κοπέλα «τρελή», ὅπως τὴν εἶπε, καὶ ἀνησυχοῦσε μὴν τοῦ κλέψει κάτι.

Γυρίζοντας στὸ σπίτι δὲν βλέπει τὴν κοπέλα, τὸ ψωμὶ μὲ τὸ πουλάκι ἄθικτο πάνω στὸ πεζούλι καὶ τὸ σκυλὶ νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κοιμᾶται σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα. Βγῆκε ἔξω καὶ ρωτάει τὸ παιδί του ἂν εἶδε τὴν κοπέλα νὰ φεύγει . «Ὄχι βέβαια», τοῦ λέει ἐκεῖνο , «καὶ γιὰ ποιά κοπέλα μου λὲς συνέχεια ἐδῶ στὴν ἐρημιά;». Τότε ὁ κυρ-Γιώργης ἄρχισε νὰ ψάχνει παντοῦ, στὴν παραλία, στὰ βράχια, μὴ τυχὸν ἡ κοπέλα εἶχε πέσει στὴν θάλασσα. Ἔφθασε μέχρι τοὺς ἀγρότες, ἀλλὰ δὲν βρῆκε τὴν κοπέλα.

Πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς ἀπὸ τότε χωρὶς νὰ ἀκουστεῖ κάτι γιὰ καμιὰ κοπέλα ποὺ εἶχε χαθεῖ καὶ τὴν ἀναζητοῦσαν. Ὁ κυρ-Γιώργης ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ξεχάσει τὴν ἁγνὴ μορφὴ ἐκείνης τῆς ταλαιπωρημένης κοπέλας. Ἡ εἰκόνα της εἶχε χαραχτεῖ στὴ μνήμη του.

Τὸ κτῆμα αὐτό του κυρ-Γιώργη συνόρευε μὲ ἕνα ἄλλο μεγάλο κτῆμα, ποὺ δυτικὰ ἔφθανε μέχρι τὸ ποτάμι Ξερέας, οἱ ἐκβολὲς τοῦ ὁποίου ἔφταναν μέχρι τὴν περιοχή του Ἀλυκοῦ.

Ἐπειδὴ τὸ χειμῶνα τὸ ποτάμι ξεχείλιζε καὶ χαλοῦσε τὰ σπαρτά, οἱ ἰδιοκτῆτες τοῦ ἄλλου κτήματος, πήγαιναν στὸ κτῆμα του κυρ-Γιώργη, ποὺ εἶχε σὲ ἕνα σημεῖο ἕνα λοφάκι ἀπὸ πέτρες, καὶ μάζευαν μερικὲς καὶ ἔχτιζαν ξερόλιθους, ἐμποδίζοντας ἔτσι τὸ νερὸ τοῦ ποταμιοῦ νὰ πλημμυρίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὰ σπαρτά τους. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ κυρ-Γιώργης ὅταν καλλιεργοῦσε τὸ κτῆμα του, εἶχε βρεῖ μιὰ μεγάλη μαρμάρινη κολώνα στὴν ὁποία ἦταν γραμμένο τὸ ἑξῆς: «ΓΕΙΣΙΑΣ ΟΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕ». Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ κολώνα καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ τὴν εἶχε σκεπασμένη καὶ φυλαγμένη σὲ ἕνα σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ του.

Ἕνας ἡλικιωμένος ἐνάρετος καὶ ἁγνὸς ἄνθρωπος

Ὑπῆρχε ἕνας ἡλικιωμένος ἐνάρετος καὶ ἁγνὸς ἄνθρωπος, ποὺ διέμενε στὸ Μαρκόπουλο Μεσογείων καὶ λεγόταν Κολιό-Ἀγάπης. Ὁ γέροντας αὐτὸς ἰσχυριζόταν πὼς συνομιλοῦσε μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὴν Ἁγία Μαρίνα, ἄκουγε μόνο τὶς φωνές τους, χωρὶς νὰ τὶς βλέπει.

Μιὰ ἡμέρα ξεκίνησε πεζὸς γιὰ τὴν περιοχὴ Ἀλυκοῦ, γιὰ νὰ ἐκτελέσει μιὰ ἐνουράνια ἐντολὴ ποὺ εἶχε λάβει, ὅπως ἰσχυριζόταν. Περπάτησε γιὰ πολλὴ ὥρα σὲ τραχεῖς δρόμους ὁλομόναχος μὲ συντροφιὰ μόνο τὸ γεροντικό του μπαστούνι. Ἔφτασε μὲ κόπο στὸν Ἀλυκὸ καὶ ἐκεῖ συνάντησε τρεῖς ἀδελφοὺς τὴν ὥρα ποὺ ἔπαιρναν πέτρες ἀπὸ τὸ κτῆμα του κυρ-Γιώργη καὶ ἔφραζαν τὴν ἄκρη τοῦ ποταμιοῦ.

Τοὺς χαιρέτησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε πὼς ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα. Τοὺς εἶπε : «Ἐπιστρέψτε τὶς πέτρες στὸ χωράφι ποὺ ἀνήκουν, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχε παλιότερα Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ἁγίας Μαρίνας καὶ ἐπιθυμία τῆς Ἁγίας Μαρίνας εἶναι νὰ ξαναχτιστεῖ νέος Ἱερὸς Ναός της μὲ ἐκεῖνες τὶς πέτρες ποῦ πήρατε, γιατί εἶναι τὰ ἀπομεινάρια τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ της, ποὺ θὰ χρησιμεύσουν ὡς πρῶτα ὑλικὰ γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας Ἐκκλησίας της». Τὰ τρία ἀδέλφια τὸν θεώρησαν τρελό, τὸν περιγέλασαν καὶ στὸ ἄκουσμα τῆς ἀπειλῆς ὅτι θὰ πάθουν κακό, ἂν δὲν ἐπιστρέψουν τὶς πέτρες, τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔδιωξαν βιαίως.

Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα, ὁ πρῶτος ἀδελφὸς κρεμάστηκε σὲ μιὰ ἐλιὰ καὶ αὐτοκτόνησε, ὁ δεύτερος ἔπεσε σὲ βαθὺ πηγάδι καὶ πνίγηκε καὶ ὁ τρίτος εἶχε περιέλθει σὲ μιὰ κατάσταση μελαγχολίας, ὥσπου κάποια στιγμὴ φωτίστηκε καὶ πῆγε καὶ μάζεψε ὅλες τὶς πέτρες καὶ τὶς ἐπέστρεψε ὅλες πίσω στὸ κτῆμα του κυρ-Γιώργη. Ἀργότερα μάλιστα, ποὺ χτίστηκε ὁ Ναὸς δώρισε ἕνα χωράφι στὸ Ἱερὸ Προσκύνημα κι ἔζησε ὑγιὴς μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα.

Κατακλυσμός – Διήγηση τοῦ γεγονότος τῆς παράξενης ἐπισκέπτριας

Ἑρμηνεία τῆς παράξενης ἐπισκέπτριας

Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἐμφανίστηκε πάλι ὁ γέροντας Κόλιο-Ἀγάπης ἀπὸ τὸ Μαρκόπουλο Μεσογείων καὶ διασχίζοντας τὸν κεντρικὸ δρόμο τοῦ Κορωπίου προειδοποιοῦσε τοὺς κατοίκους: «Ἀσφαλίστε τὰ σιτάρια σας, γιατί σὲ δέκα μέρες θὰ γίνει τριήμερος κατακλυσμός, θὰ ἔρθει καταστροφικὴ βροχή, ποὺ θὰ παρασύρει τὰ πάντα». Οἱ κάτοικοι τοῦ Κορωπίου τὸν κορόϊδεψαν καὶ ἄρχιζαν νὰ τὸν πειράζουν, φυσικὰ δὲν πίστεψαν τίποτα, γιατί ἦταν καλοκαίρι.

Μετὰ ἀπὸ δέκα μέρες πράγματι ἦλθε ὁ κατακλυσμός, καταστροφικὴ βροχὴ ποὺ διήρκησε τρία μερόνυχτα καὶ κατέστρεψε τὰ πάντα.

Ὅταν σταμάτησε ἡ βροχή, περπατῶντας στὰ νερά, ἐμφανίστηκε ὁ Κολιό-Ἀγάπης λέγοντας: «Εἴδατε ποὺ εἶστε ἄπιστοι καὶ δὲν μὲ ἀκούσατε;». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι του κυρ-Γιώργη.

Τοῦ ἔριξε μιὰ μεγάλη σανίδα καὶ τὸν βοήθησε νὰ περάσει πρὸς τὸ μέρος του, καὶ τὸν ρώτησε ὁ κυρ-Γιώργης: «Ἐσὺ εἶσαι λοιπὸν ὁ Κολιό-Ἀγάπης, ποὺ ἰσχυρίζεσαι πὼς ἀκοῦς τὴν Παναγία καὶ τὴν Ἁγία Μαρίνα; Ἄκουσε τὶ μοῦ συνέβη. Ἐκεῖ ποὺ εἶδες τοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς νὰ παίρνουν τὶς πέτρες καὶ τοὺς παρήγγειλες νὰ τὶς ἐπιστρέψουν στὸ χωράφι ποὺ ἀνήκουν, αὐτὸ τὸ χωράφι εἶναι δικό μου», καὶ τοῦ ἀφηγήθηκε ὅλη τὴν ἱστορία ὅπως τοῦ εἶχε συμβεῖ μὲ τὴν κοπέλα, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1924. Ὁ Κολιό-Ἀγάπης ἐντυπωσιάστηκε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν τοῦ ἐμφανιστεῖ ἡ Ἁγία Μαρίνα ἐκ νέου, θὰ τὴν ρωτήσει γι’ αὐτὴν τὴν ἱστορία.

Τὴν ἑπόμενη μέρα, πρὶν φέξει ἀκόμη, ὁ Κολιὸ Ἀγάπης φτάνει στὸ σπίτι του κυρ-Γιώργη καὶ χτυπῶντας τὴν πόρτα μὲ μανία φώναζε νὰ τοῦ ἀνοίξει. Ὁ κυρ-Γιώργης γεμᾶτος ἀγωνία του ἀνοίγει καὶ τὸν βάζει στὸ σπίτι ρωτῶντας τὸν τί ἔχει νὰ τοῦ πεῖ τόσο σημαντικό.

Ὁ Κολιὸ Ἀγάπης του εἶπε: «Πράγματι ἡ κοπέλα ποὺ σοῦ εἶχε παρουσιασθεῖ στὸ πέτρινο σπιτάκι σου, τὸν Σεπτέμβρη τοῦ 1924, ἦταν ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Μαρίνα καὶ ἐνῷ ἐσὺ νόμιζες ὅτι ἡ κοπέλα εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ σπιτάκι, ἁπλᾶ οὔτε ἐσὺ οὔτε τὸ παιδί σου δὲν τὴν βλέπατε γιατί ἐσὺ κυρ- Γιώργη εἶχες ξεστομίσει κάτι κακὸ γιὰ αὐτήν».

Ὁ κυρ-Γιώργης τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ οὐδέποτε μιλάω ἄσχημα οὔτε καὶ βλαστημάω».

Ὁ Κολιό-Ἀγάπης ὅμως ἐπέμενε ὅτι ὁ κυρ-Γιώργης εἶχε ξεστομίσει κάτι βλάσφημο.

Ὁ κυρ-Γιώργης ἄρχισε νὰ μονολογεῖ λέξη πρὸς λέξη τί εἶχε πεῖ τότε καὶ ὅταν ἔφτασε στὴν φράση «εἶναι μιὰ τρελὴ κοπέλα», ὅπως εἶχε περιγράψει στὸ γιό του, σταμάτησε.

«Τὴν εἶπα τρελή», ὁμολόγησε.

«Τὸ γνωρίζω», ἀπάντησε ὁ Κολιό-Ἀγάπης, «ἀλλὰ δὲν πειράζει. Ἡ Ἁγία Μαρίνα μου ἐμφανίστηκε καὶ μοῦ εἶπε νὰ σοῦ μεταφέρω ὅτι ἐσὺ θὰ πρωτοστατήσεις γιὰ νὰ ξαναχτιστεῖ ὁ νέος Ἱερὸς Ναός της. Τὸ ἕνα κλίτος, πρὸς τὴ θάλασσα (τὸ νότιο δηλαδὴ) θὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Ἅγιο Νικόλαο, καὶ τὸ ἄλλο (τὸ βόρειο) θὰ ἀφιερωθεῖ στὴν Τιμία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Παναγιᾶς μας. Ἡ περιοχὴ θὰ ξαναγίνει πολιτεία καὶ θὰ φτιαχτεῖ παραθαλάσσιος μεγάλος κεντρικὸς δρόμος ἀπὸ ὅπου θὰ ἔρχονται χιλιάδες προσκυνητές». Ὅπως πράγματι συμβαίνει σήμερα.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, ὁ κυρ- Γιώργης ἔθεσε σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ ἀνεγείρει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν πολὺ δύσκολο ὡς ἰδιώτης νὰ βγάλει ἄδεια ἀνεγέρσεως Ἱεροῦ Ναοῦ. Ρώτησε λοιπὸν ἕναν ἀνιψιό του ἀρχαιολόγο, ὀνόματι Νικόλαο Κοτζιά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ καὶ νὰ συνεργαστεῖ μὲ κάποιο Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, γιὰ νὰ καταφέρει νὰ βγάλει ἄδεια.

Ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ

Ἐν τῷ μεταξὺ μεσολάβησε ὁ 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ σταμάτησαν τὰ πάντα. Ὁ κυρ- Γιώργης ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Ἔπρεπε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἱερή του ἐπιθυμία.

Μετὰ τὸ πέρας τοῦ πολέμου ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ δρομολογεῖ τὴν κατάσταση.
Ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἐπαγγελματικὸ Σύλλογο Κορωπίου, στὸν ὁποῖο παραχωρεῖ δωρητήριο συμβόλαιο οἰκοπέδου, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Μαρίνας.

Ὁ Σύλλογος καταφέρνει καὶ ἐκδίδει ἄδεια ἀνεγέρσεως Ἱεροῦ Ναοῦ καὶ ξεκινάει τὸ κτίσιμο τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐνεργὴ προσφορὰ ὅλων τῶν κατοίκων. Ὁ καθένας προσέφερε ὅ,τι μποροῦσε, ἄλλος χρήματα, ἄλλος ὑλικά, ἄλλος προσωπικὴ ἐργασία κ.τ.λ.

Ἡ ἐπιθυμία τῆς Ἁγίας Μαρίνας εἶχε πραγματοποιηθεῖ.

Τὰ πρῶτα Ἐγκαίνια

Ἡ Ἐκκλησία ἐγκαινιάστηκε τὸ 1947 ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος Ἰάκωβο (Βαβανάτσο).

 

 

 

Ἀργότερα γύρω στὸ 1954-55, ἔγινε ἡ παραλιακὴ Λεωφόρος Ἀθηνῶν – Σουνίου, ἡ ὁποία περνάει ἀκριβῶς μπροστὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι μέχρι σήμερα ὁ κεντρικὸς δρόμος προσέλευσης χιλιάδων προσκυνητῶν.

 

 

Μὲ τὴν πάροδο δὲ τοῦ χρόνου ἡ περιοχὴ ἀναβαθμίστηκε καὶ ἄρχισε νὰ κατοικεῖται ὁλοένα καὶ ἀπὸ περισσότερους κατοίκους, καὶ ἔτσι ἐπαληθεύτηκαν τὰ προφητικὰ λόγια του Κολιό-Ἀγάπη ἀπὸ τὸ Μαρκόπουλο Μεσογείων.

Μετὰ τὰ Ἐγκαίνια

Τὸ 1964, ἔγινε νέο δωρητήριο ἀπὸ τὸ ζεῦγος Γεωργίου καὶ Σταματίνας Παπαμιχάλη πρὸς τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος, ἐπειδὴ τὸ πρῶτο δωρητήριο δὲν ἦταν νομότυπο, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ἀπόφαση δικαστηρίου ποὺ νὰ δίνει τὴν ἄδεια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔγινε.

Τὸ δωρητήριο ἀνανεώθηκε ἐκ νέου, ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τοῦ ζεύγους Παπαμιχάλη, τὸ ὁποῖο πλέον δὲν ὑπῆρχε στὴ ζωή, ὅταν χρειάστηκε νὰ ἀνεγερθεῖ ὁ μεγάλος καὶ περικαλλὴς Ναός.

Τὸ 1974, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ὁρίων τῶν Μητροπόλεων, τὸ Ἱερὸ Προσκύνημα τῆς Ἁγίας Μαρίνας περιῆλθε στὴν διοικητικὴ καὶ πνευματικὴ δικαιοδοσία τῆς νεοσυσταθείσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς.

Ὁ μεγάλος καὶ περικαλλὴς Ναός

Μὲ τὴν προσωπικὴ μέριμνα καὶ τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τοῦ πρώτου Ποιμενάρχη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ἀγαθονίκου (Φιλιππότη), τὸ Ἱερὸ Προσκύνημα ἀνεγέρθηκε.

Σστὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1985 ἐγκαινιάσθηκε ὁ νέος μεγάλος Ἱερὸς Ναὸς ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Ἀγαθόνικο, ὅπως ἐπίσης καὶ ἕνα ἐξωτερικὸ ὑπόγειο παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Κυπριανὸ καὶ Ἰουστίνη.