Το χρονικό της ανέγερσης του Ιερού Προσκυνήματος της Αγίας Μαρίνας Αλυκού Κορωπίου είναι αξιοπερίεργο και θαυμαστό. Ο τρόπος με τον οποίο άρχισε η προσπάθεια της οικοδομής του Ιερού Ναού θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως “θαύμα”. Και πράγματι διαβάζοντας κάποιος τις παρακάτω σειρές θα καταλάβει τι εννοούμε λέγοντας “θαύμα”. Πρόκειται για μία ολοφάνερη θεία οικονομία των πραγμάτων. Άλλωστε το “θαύμα” δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η παρέμβαση του Θεού στην ιστορία των ανθρώπων. Την θεϊκή αυτή παρέμβαση καταδεικνύει το χρονικό και τα γεγονότα της ανέγερσης του Ιερού Ναού της Αγιας Μαρίνας.

Παραθέτουμε, λοιπόν την ιστορία, που έχει ως εξής:

Ήταν Σεπτέμβριος του 1924, εποχή κυνηγιού. Ο Γεώργιος Παπαμιχάλης βρισκόταν στην περιοχή του Aλυκού Κορωπίου, που είχε μεγάλο κτήμα. Αυτό το κτήμα άρχιζε από την θάλασσα και έφθανε μέχρι τα μισά του βουνού, ήταν δε προικώο της συζύγου του, το γένος Ντούνη.

Στην κάτω πλευρά τού κτήματός του, προς το μέρος της θάλασσας, υπήρχε ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι όπου έμεναν το διάστημα που καλλιεργούσε τα κτήματα όλης της περιοχής. Μια μέρα μετά το κυνήγι έψηνε στο τζάκι, που υπήρχε στο πέτρινο σπιτάκι, τα πουλιά που είχε πιάσει περιμένοντας τον γιο του, που θα ερχόταν με το κάρο από το Κορωπί να πάρει άμμο από την θάλασσα γιατί έχτιζε ένα καινούργιο σπίτι.’Εξω από την πόρτα κοιμόταν αμέριμνο ένα άγριο κυνηγόσκυλο που το είχε πάντα μαζί του.                   

Όπως ήταν σκυμμένος πάνω στο τζάκι κατάλαβε ότι κάποιος είχε σταθεί στην πόρτα γιατί σκοτείνιασε το φως του σπιτιού.Γύρισε το κεφάλι του να δει ποιός ήταν και βρέθηκε μπροστά στη θέα μιας παράξενης επισκέπτριας. Ήταν μία νεαρή κοπέλα ντυμένη με ξεσκισμένα και κουρελιασμένα μαύρα  ρούχα, και σε όλο της το κορμί υπήρχαν πληγές από καψίματα. Το άγριο κυνηγόσκυλο δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του, ούτε γάβγισε, ούτε επιτέθη-κε, σαν να μην έβλεπε τίποτα.                                   

Απορημένος ο Γεώργιος Παπαμιχάλης, επειδή αυτή την εποχή δεν κυκλοφορούσε κανείς στην περιοχή εκτός από μερικούς αγρότες, την κάλεσε να περάσει  μέσα λέγοντάς της: “Μην φοβάσαι, πέρασε. Είμαι παντρεμένος, έχω παιδιά, μην ανησυχείς” .Η κοπέλα μπήκε μέσα και ο κυρ-Γιώργης της έβαλε ένα σακκάκι  σε ένα πέτρινο πεζούλι για να καθίσει.  “Πώς βρέθηκες μόνη σε αυτή την ερημιά, από πού ήρθες και γιατί είσαι σε αυτά τα χάλια, ποιός σε έκανε έτσι;“, ρώτησε ο καλοκάγαθος χωριάτης και η κοπέλα του απάντησε: “Ο ηγεμών με έκανε έτσι. Κι εγώ είχα σπίτι εδώ, αλλά μου το χάλασαν“. Ο κυρ-Γιώργης δεν κατάλαβε ποιός ήταν αυτός ο “Ηγεμών” και με ποιό δικαίωμα μπορούσε να την βασανίσει έτσι, δεν μίλησε όμως, γιατί την θεώρησε άρρωστη. Έκοψε μία φέτα ψωμί, έβαλε πάνω ένα ψημένο πουλάκι και της το πρόσφερε, εκείνη το πήρε απλώνοντας  τό χέρι της. 
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή,ακούστηκε ο θόρυβος από τις ρόδες του κάρου. Είχε έρθει ο γιός του, να φορτώσουν την άμμο.”Κάθισε να φας το ψωμί σου με την ησυχία σου“,είπε στην κοπέλα ο κυρ-Γιωργης, “θα πάω να ξεζέψω το άλογο από το κάρο, γιατί είναι μικρό το παιδί μου και δεν μπορεί μόνο του και θα γυρίσω γρήγορα“. Πράγματι βγήκε έξω, ξέζεψε το άλογο και είπε στο παιδί του να το ταϊσει με σανό, γιατί ο ίδιος έπρεπε να μπει στο σπίτι, επειδή είχε έρθει μία κοπέλα “τρελή”,όπως την είπε, και ανησυχούσε μην του κλέψει κάτι. Γυρίζοντας στο  σπίτι δεν βλέπει την κοπέλα, το ψωμί με το πουλάκι άθικτο πάνω στο πεζούλι και το σκυλί να εξακολουθεί να κοιμάται σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Βγήκε έξω και ρωτάει το παιδί του αν είδε την κοπέλα να φεύγει . “Όχι βέβαια“, του λέει εκείνο , “και για ποιά κοπέλα μου λες συνέχεια εδώ στην ερημιά;”. Τότε ο κυρ-Γιώργης άρχισε να ψάχνει παντού, στην παραλία, στα βράχια, μη τυχόν η κοπέλα είχε πέσει στην θάλασσα. ’Εφθασε μέχρι τους αγρότες, αλλά δεν βρήκε την κοπέλα.

Πέρασε αρκετός καιρός απο τότε χωρίς να ακουστεί κάτι για καμιά κοπέλα που είχε χαθεί και την αναζητούσαν.Ο κυρ-Γιώργης όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει την αγνή μορφή εκείνης της ταλαιπωρημένης κοπέλας.Η εικόνα της είχε χαραχτεί στη μνήμη του. 

Το κτήμα αυτό του κυρ-Γιώργη συνόρευε με ένα άλλο μεγάλο κτήμα, που δυτικά έφθανε μέχρι το ποτάμι Ξερέας, οι εκβολές του οποίου έφταναν μέχρι την περιοχή του Αλυκού. Επειδή το χειμώνα το ποτάμι ξεχείλιζε και χαλούσε τα σπαρτά, οι ιδιοκτήτες του άλλου κτήμα-τος, πήγαιναν στο κτήμα του κυρ-Γιώργη, που είχε σε ένα σημείο ένα λοφάκι από πέτρες, και μάζευαν μερικές και έχτιζαν ξερόλιθους, εμποδίζοντας έτσι το νερό του ποταμιού να πλημμυρί-σει και να καταστρέψει τα σπαρτά τους. Σε αυτό το σημείο ο κυρ-Γιώργης όταν καλλιεργούσε το κτήμα του, είχε βρεί μια μεγάλη μαρμάρινη κολώνα στην οποία ήταν γραμμένο το εξής: “ΓΕΙΣΙΑΣ ΟΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕ“.Του έκανε εντύπωση η κολώνα και για πολύ καιρό την είχε σκεπασμένη και φυλαγμένη σε ένα σημείο του σπιτιού του. 

Ερχόμαστε τώρα σε ένα άλλο πρόσωπο, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Λεγόταν Κολιό-Αγάπης και ήταν ένας ηλικιωμένος ενάρετος και αγνός άνθρωπος, που διέμενε στο Μαρκόπουλο Μεσογείων. Ο γέροντας αυτός ισχυριζόταν πως συνομι-λούσε με την Υπεραγία Θεοτόκο και την Αγία Μαρίνα, άκουγε μόνο τις φωνές τους, χωρίς να τις βλέπει.        

Μια ημέρα ξεκίνησε πεζός για την περιοχή Αλυκού, για να εκτελέσει μια ενουράνια εντολή που είχε λάβει, όπως ισχυριζόταν. Περπάτησε για πολλή ώρα σε τραχείς δρό-μους ολομόναχος με συντροφιά μόνο το γεροντικό του μπαστούνι. Έφτασε με κόπο στον Αλυκό και εκεί συνάντησε  τρεις αδελφούς την ώρα που έπαιρναν πέτρες από το κτήμα του κυρ-Γιώργη και έφραζαν την άκρη του ποταμιού.

Τους χαιρέτησε και τους ανήγγειλε πως ήταν απεσταλμένος από την Αγία Μαρίνα. Τους είπε : “επιστρέψτε τις πέτρες στο χωράφι που ανήκουν, γιατί εκεί υπήρχε παλιότε-ρα Ιερός Ναός της Αγίας Μαρίνας και επιθυμία της Αγίας Μαρίνας ειναι να ξαναχτιστεί νέος Ιερός Ναός της μέ εκείνες τις πέτρες πού πήρατε, γιατί είναι τα απομεινάρια του παλαιού Ναού της, που θα χρησίμευσουν ως πρώτα υλικά για την ανέργεση της νέας Εκκλησίας της“.Τα τρία αδέλφια τον θεώρησαν τρελό, τον περιγέλασαν και στο άκουσμα της απειλής ότι θα πάθουν κακό, αν δεν επιστρέψουν τις πέτρες, τον άρπαξαν και τον έδιωξαν βιαίως.

Για την ιστορία αναφέρουμε πως ο πρώτος αδελφός μετά από λίγο κρεμάστηκε σε μια ελιά και αυτοκτόνησε, ο δεύτερος έπεσε σε βαθύ πηγάδι και πνίγηκε και ο τρίτος είχε περιέλθει σε μια κατάσταση μελαγχολίας, ώσπου κάποια στιγμή φωτίστηκε και πήγε και μάζεψε όλες τις πέτρες και τίς επέστρεψε ολες πίσω στο κτήμα του κυρ-Γιώργη. Αργότερα μάλιστα, που χτίστηκε ο Ναός δώρισε ένα χωράφι στο Ιερό Προσκύνημα κι έζησε υγιής μέχρι τα βαθιά του γεράματα. 

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, εμφανίστηκε πάλι ο  γέροντας Κόλιο-Αγάπης από το Μαρκόπουλο Μεσογείων και διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο του Κορωπίου προει-δοποιούσε τους κατοίκους: “ασφαλίστε τα σιτάρια σας, γιατί σε δέκα μέρες θά γίνει τριήμε-ρος κατακλυσμός, θα ερθει καταστροφική βροχή, που θα παρασύρει τα πάντα“. Οι κάτοικοι του Κορωπιού τον κορόιδεψαν και άρχιζαν να τον πειράζουν, φυσικά δεν πίστεψαν τίποτα, γιατί ήταν καλοκαίρι.

Μετά απο δέκα μέρες πράγματι ηλθε ο κατακλυσμός, καταστροφική βροχή που διήρκησε τρία μερόνυχτα και κατέστρεψε τα πάντα. Όταν σταμάτησε η βροχή, περπατώντας στα νερά, εμφανίστηκε ο Κολιό-Αγάπης λέγοντας “Είδατε που είστε άπιστοι και δεν με ακούσατε;“.Εκείνη την στιγμή περνούσε από το σπίτι του κυρ-Γιώργη. Του έριξε μια μεγάλη σανίδα και τον βοήθησε να περάσει προς το μέρος του, και τον ρώτησε ο κυρ-Γιώργης: “Εσύ είσαι λοιπόν ο Κολιό-Αγάπης, που ισχυρίζεσαι πως ακούς την Παναγία και την Αγία Μαρίνα; Άκουσε τι μου συνέβη. Εκεί που είδες τους τρεις αδελφούς να παίρνουν τις πέτρες και τους παρήγγειλες να τις επιστρέψουν στο χωράφι που ανήκουν, αυτό το χωράφι είναι δικό μου” ,  και του αφηγήθηκε όλη την ιστορία όπως του είχε συμβεί με την κοπέλα, τό Σεπτέμβριο τού 1924. Ο Κολιό-Αγάπης εντυπωσιάστηκε και του είπε ότι, αν του εμφανιστεί η Αγία Μαρίνα εκ νέου, θα την ρωτήσει γι’ αυτήν την ιστορία.

Την επόμενη μέρα,πριν φέξει ακόμη, ο Κολιό Αγάπης φτάνει στο σπίτι του κυρ-Γιώργη και χτυπώντας την πόρτα με μανία φώναζε να του ανοίξει. Ο κυρ-Γιώργης γεμάτος αγωνία του ανοίγει και τον βάζει στο σπίτι ρωτώντας τον τι έχει να του πει τόσο σημαντικό. Ο Κολιό Αγάπης του είπε: “πράγματι η κοπέλα που σου είχε παρουσιασθεί στο πέτρινο σπιτάκι σου, τόν Σεπτέμβρη του 1924, ήταν η ίδια η Αγία Μαρίνα  και  ενώ εσύ νόμιζες ότι η κοπέλα είχε φύγει από το σπιτάκι, απλά ούτε εσύ οὐτε το παιδί σου δεν την βλέπατε γιατί  εσύ κυρ- Γιώργη είχες ξεστομίσει κάτι κακό για αυτήν“. Ο κυρ-Γιώργης τού είπε: “εγώ ουδέποτε μιλάω άσχημα ούτε και βλαστημάω“. Ο Κολιό-Αγάπης όμως επέμενε ότι ο κυρ-Γιώργης είχε ξεστομίσει κάτι βλάσφημο. Ο κυρ-Γιώργης άρχισε νά μονολογεί λέξη προς λέξη τι είχε πει τότε και όταν έφτασε στην φράση “είναι μια τρελή κοπέλα“, όπως είχε περιγράψει στο γιο του, σταμάτησε.

Την είπα τρελή“, ομολόγησε. “Το γνωρίζω”, τοῦ απάντησε ο Κολιό-Αγάπης, “αλλά δεν πειράζει. Η Αγία Μαρίνα μου εμφανίστηκε και μου είπε να σου μεταφέρω ότι εσύ θα πρωτοστατήσεις για  να ξαναχτιστεί ο νέος Ιερός Ναός της.Το ένα κλίτος, προς τη θάλασ-σα (το νότιο δηλαδή) θα αφιερωθεί στον Άγιο Νικόλαο, και το άλλο (το βόρειο) θα αφιερω-θεί στην Τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγιάς μας. Η περιοχή θα ξαναγίνει πολιτεία και θα φτιαχτεί παραθαλάσσιος μεγάλος κεντρικός δρόμος από όπου θα έρχονται χιλιάδες προσκυνητές“. Όπως πράγματι συμβαίνει σήμερα.

Από εκείνη την στιγμή, ο κυρ- Γιώργης έθεσε σκοπό της ζωής του να ανεγείρει την Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο ως ιδιώτης να βγάλει άδεια ανεγέρσεως Ιερού Ναού. Ρώτησε λοιπόν έναν ανηψιό του αρχαιολόγο, ονόματι Νικόλαο Κοτζιά, ο οποίος και τον συμβούλεψε να έρθει σε επαφή και να συνεργαστεί με κάποιο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, για να καταφέρει να βγάλει άδεια.

Εν τω μεταξύ μεσολάβησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και σταμάτησαν τα πάντα. Ο κυρ- Γιώργης όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έπρεπε να εκπληρώσει την ιερή του επιθυμία. Μετά το πέρας του πολέμου ξεκινάει από την αρχή να δρομολογεί την κατάσταση.

Έρχεται σε επαφή με τον  Επαγγελματικό Σύλλογο Κορωπίου, στον οποίο παραχωρεί δωρητήριο συμβόλαιο οικοπέδου, που αναφέρεται στην ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίας Μαρίνας. Ο Σύλλογος καταφέρνει και εκδίδει άδεια ανεγέρσεως Ιερού Ναού και ξεκινάει το κτίσιμο της Εκκλησίας με την ενεργή προσφορά όλων των κατοίκων.Ο καθένας προσέφερε ό,τι μπορούσε, άλλος χρήματα, άλλος υλικά, άλλος προσωπική εργασία κ.τ.λ. Η επιθυμία της Αγίας  Μαρίνας είχε πραγματοποιηθεί.

Η Εκκλησία εγκαινιάστηκε το 1947 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβο (Βαβανάτσο). Αργότερα γύρω στο 1954-55, έγινε η παραλιακή Λεωφόρος Αθηνών – Σουνίου, η οποία περνάει ακριβώς μπροστά από την Εκκλησία και είναι μέχρι σήμερα ο κεντρικός δρόμος προσέλευσης χιλιάδων προσκυνητών, μέ τήν πάροδο δέ τού χρόνου η περιοχή αναβαθμίστηκε και αρχίσε να κατοικείται ολοένα και από περισσότερους κατοίκους, καί ἐτσι επαληθευτηκαν τα προφητικά λόγια του Κολιό-Αγάπη από τό Μαρκόπουλο Μεσογείων.

Το 1964, έγινε νέο δωρητήριο από το ζεύγος Γεωργίου και Σταματίνας Παπαμιχάλη προς την Ιερά Μητρόπολη Αττικής καί Μεγαρίδος, επειδή το πρώτο δωρητήριο δεν ήταν νομότυπο, επιδή έπρεπε να υπάρχει απόφαση δικαστηρίου που να δίνει την άδεια, πράγμα το οποίο έγινε.Το δωρητήριο ανανεώθηκε εκ νέου, από τα τέσσερα παιδιά του ζεύγους Παπαμιχάλη, το οποίο πλέον δεν υπήρχε στη ζωή, όταν χρειάστηκε να ανεγερθεί ο μεγάλος και περικαλλής Ναός.

Το 1974, με την αλλάγη των ορίων των Μητροπόλεων, το Ιερό Προσκύνημα της Αγίας Μαρίνας περιήλθε στην διοικητική και πνευματική δικαιοδοσία της νεοσυσταθείσης Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικής. Με την προσωπική μέριμνα και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του πρώτου Ποιμενάρχη της Ιεράς Μητροπόλεως, Σεβασμιωτάτου  Μητροπολίτου κ Αγαθονίκου (Φιλιππότη), το Ιερό Προσκύνημα ανεγέρθηκε καί στις 23 Ιουνίου του 1985 εγκαινιάσθηκε ο νέος μεγάλος Ιερός Ναός από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Αγαθόνικο, όπως επίσης και ένα εξωτερικό υπόγειο παρεκκλήσιο αφιερωμένο στους Αγίους Κυπριανό και Ιουστίνη.