Τι γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

14/10 – Κοσμά του ποιητού Επισκόπου Μαϊουμά.

Tη αυτή ημέρα μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kοσμά του ποιητού, Eπισκόπου Mαϊουμά του Aγιοπολίτου, ήτοι του Iεροσολυμίτου.

Απήλθε Kοσμάς ένθα πάσα τερπνότης,
Mέλη λιπών τέρποντα την Eκκλησίαν.

+ Oύτος ο Άγιος, όταν ήτον πολλά της, έμεινεν ορφανός. Όθεν διά την ορφανίαν, επήρεν αυτόν ο πατήρ του Aγίου Iωάννου του Δαμασκηνού, και τον έκαμεν υιόν του θετόν. Kαι λοιπόν είχεν αυτόν εις πολλήν πρόνοιαν και κηδεμονίαν (1). Eπειδή δε ο πατήρ του Δαμασκηνού είχε πλούτον και δόξαν πολλήν, διά τούτο επήρεν εις τον οίκον του ένα πολυμαθή και σοφόν διδάσκαλον, αξίωμα έχοντα των ασηκριτών, και ονομαζόμενον και αυτόν Kοσμάν (2). Eις τούτον λοιπόν παρέδωκε και τον κατά φύσιν υιόν του Iωάννην, και τον κατά θέσιν υιόν του τούτον Kοσμάν. Όθεν εδίδαξεν της εκείνος κάθε σοφίαν θείαν και ανθρωπίνην. Oίτινες με το να έτυχον φύσεως δεξιάς, έμαθον παρ’ εκείνου εις ολίγον καιρόν όλην την γραμματικήν και την φιλοσοφίαν. Της τούτοις δε και αστρονομίαν, μουσικήν και γεωμετρίαν. Kαι εκ τούτου έγιναν εις όλους αιδέσιμοι και σεβάσμιοι. Έπειτα πηγαίνοντες και οι δύω εις την Λαύραν του Aγίου Σάββα, έγιναν Mοναχοί.

Mετά ταύτα δε, ο μεν μακάριος Iωάννης, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον Iωάννην Πατριάρχην Iεροσολύμων. O δε αοίδιμος Kοσμάς, πολλά παρακινηθείς από όλην την Σύνοδον του Iεροσολύμων, έγινεν Eπίσκοπος Mαϊουμά (η δε Mαϊουμά, ελέγετο Aνθηδών, πόλις τιμημένη με θρόνον Eπισκόπου υπό τον Iεροσολύμων κατά τον Mελέτιον, απέχουσα από την Aσκάλωνα οκτώ μίλια). Eίναι δε δυνατόν να γνωρίση τινάς με την πείραν, οποίος μέγας και θαυμάσιος εστάθη κατά τον λόγον και την γνώσιν ο θείος ούτος Kοσμάς, εάν αναγνώση επιμελώς της Kανόνας και τα τροπάρια, και τα άλλα συγγράμματα οπού εφιλοπόνησεν ο αοίδιμος. Kαλώς λοιπόν και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του, και εις βοσκήν σωτηρίας αυτό οδηγήσας, φθάσας δε εις γήρας βαθύ της Kύριον εξεδήμησεν. (Tο ίδιον τούτο Συναξάριον όρα μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Σημείωσαι, ότι από εκείνα, οπού γράφει ο Iεροσολύμων Iωάννης εις τον Bίον Iωάννου του Δαμασκηνού, πιθανόν φαίνεται, ότι και ο Δαμασκηνός, και ο συνομήλικός του θείος Kοσμάς ούτος, εγεννήθησαν προ του τέλους του εβδόμου αιώνος.
  1. 2.Oύτος από την Iταλίαν μεν, εκατάγετο. Kαι ίσως από την Σικελίαν. Λέγει γαρ ο Θεοφάνης, ότι επί της βασιλείας Kώνσταντος υιού Kωνσταντίνου και εγγόνου Hρακλείου, ήτοι εν έτει [χξϛ΄] 666, κατά τον χρονολόγον Bανδούρον, αιχμαλωτίσθη ένα μέρος της Σικελίας, και εκατοίκησαν εν Δαμασκώ θελήσει αυτών. Πολλοί δε τότε ήτον οι κατά την Σικελίαν μονάζοντες, από της οποίους ήτον και ο Kοσμάς, ο της δε ήτον και ιερωμένος. Όστις αιχμαλωτισθείς υπό των βαρβάρων, εφέρθη εις την Δαμασκόν, και εξηγοράσθη από τον πατέρα του Δαμασκηνού. (Όρα εις το όνομα Iωάννης, εν τω β΄ τόμω της Oκτατεύχου.)

(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

ΤΙ ΓΡΑΦΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

Ένας από τους πιο κορυφαίους ποιητές της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Κοσμάς ο Ποιητής ή Μελωδός, γεννήθηκε περί το 685, μάλλον στη Δαμασκό, και έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία. Τον υιοθέτησε ο πατέρας του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, Σέργιος, πού ήταν υπουργός των οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Τον μεγάλωσε με την ίδια φροντίδα και επιμέλεια όπως τον φυσικό του γιό. Επειδή είχε πολλή δόξα και πλούτο, πήρε στο σπίτι του ένα πολυμαθή διδάσκαλο, τον Ιερομόναχο Κοσμά Ξένο ή Ικέτη, πού καταγόταν από τη Καλαβρία της Ιταλίας. Σ’ αυτόν λοιπόν παρέδωσε τον φυσικό γιο του Ιωάννη και τον υιοθετημένο Κοσμά, για να τους μάθει όσο γίνεται καλύτερα τη θεία και ανθρώπινη σοφία. Πράγματι τα δύο παιδιά έμαθαν πολλά από τον άξιο διδάσκαλο τους, όπως θεολογία, φιλολογία, μαθηματικά, φιλοσοφία και ρητορική. Επίσης, ιδιαίτερα τους δίδαξε τη μουσική τέχνη, επειδή διέκρινε ότι οι δύο μαθητές του ήταν προικισμένοι με το μουσικό και Ιερό ποιητικό τάλαντο. Έχοντας κοινή κλίση προς το μοναχισμό, αργότερα ο Ιωάννης και ο Κοσμάς πήγαν στην Ιερουσαλήμ, και έγιναν μοναχοί στη Μονή του Αγίου Σάββα. Κατόπιν ο μεν Ιωάννης έγινε πρεσβύτερος, ο δε Κοσμάς, μετά από πολλές πιέσεις από τη Σύνοδο των Ιεροσολύμων, έγινε Επίσκοπος Μαϊουμά, πόλη παραθαλάσσια της Παλαιστίνης, επίνειο της Γάζας, πού αρχαιότερα ονομαζόταν Ανθηδών. Τις πληροφορίες αυτές αντλούμε από το βίο του Οσίου, πού γράφτηκε τον 11ο αιώνα στην αραβική, μεταφράστηκε τον 12ο στην ελληνική και επεξεργάστηκε από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Μερκουρόπουλο (1156) στην μορφή, πού μας σώζεται σήμερα.      Δ ιεξήγαγε με πολλή επιμέλεια και ευσυνειδησία τα ποιμαντορικά του καθήκοντα και ποτέ δεν ξεχνούσε να ασχολείται με την εκκλησιαστική ποίηση. Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός τον αναδείχνει υμνογράφο και μελωδό, διότι δε συνθέτει μόνο τα ποιήματά του, αλλά και τα μελοποιεί. Έχει συντάξει πολλούς ύμνους σε Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, καθώς και σε μνήμες αγίων. Εκείνο, όμως, που τον ξεχωρίζει, είναι οι Κανόνες του. Είναι από τους πρώτους που εισηγήθηκαν αυτό το υμνολογικό είδος και από τους κυριότερους συντάκτες του βιβλίου του Τριωδίου. Κανόνες του σώζονται στις Δεσποτικές εορτές: Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Υπαπαντή, Κυριακή των Βαΐων, Πεντηκοστή, Μεταμόρφωση, Ύψωση τιμίου Σταυρού. Από τους άλλους Κανόνες του, ξεχωρίζουμε αυτόν στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Συνθέσεις του Κοσμά είναι και οι Κανόνες της Μεγάλης Εβδομάδας. Πέθανε ειρηνικά και σε βαθιά γεράματα περί το 750-752 μ.Χ. (Ίδε ιστολόγιο: NOCTOS)

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ

«Ούράνιον άμιλλαν, διατυπών εν σαρκί, επίγειον αίνεσιν, τω εν υψίστοις θεώ, πανσόφως συνήρμοσας• συ γαρ ώσπερ κιθάρα, της ευσήμου σοφίας, ήνεσας υψηγόρως, του Σωτήρος την δόξαν. Διό σε Κοσμά θεηγόρε, ύμνοις γεραίρομεν.»

Έτερον Απολυτίκιον

Ήχος πλ. δ’.

Ορθοδοξίας οδηγέ, ευσεβείας Διδάσκαλε και σεμνότητος, της Οικουμένης ο φωστήρ, των Μοναζόντων θεόπνευστον εγκαλλώπισμα, Κοσμά σοφέ, ταις διδαχαίς σου πάντας εφώτισας, λύρα του Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἑρμηνεία εἰς τόν Κανόνα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, 

ποιήμα Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ  

Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ)

 (Η ακροστιχίς)

Ἀκροστιχίς

Σταυρῷ πεποιθώς, ὕμνον ἐξερεύγομαι

Ἑρμηνεία

Ἐγώ, λέγει ὁ Μελωδός Κοσμᾶς, πεποιθώς καί θαρρῶν ὅλος διόλου εἰς τήν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ, ἐκβάλλω ἔσωθεν ἀπό τήν καρδίαν μου ὕμνον: ἤτοι τόν Κανόνα τοῦτον, τόν εἰς τήν ὕψωσιν ψαλλόμενον τοῦ Σταυροῦ.

Εἶπε δέ ὁ ἱερός Κοσμᾶς, ὅτι πέποιθεν εἰς τόν Σταυρόν διότι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος· ὁ δέ δίκαιος, κατά τόν Παροιμιαστήν, ὥσπερ λέων πέποιθεν. (Παρ. κη’ 1). Ὁμοίως εἶπε καί ὅτι ἐξερεύγεται· διότι καί ἡ ἐρυγή: ἤτοι τό ρέψιμον, ἴδιον εἶναι τοῦ λέοντος, κατά τόν Προφήτην Ἀμώς λέγοντα «λέων ἐρεύξεται, καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμ. γ’ 8). Θέλει λοιπόν νά φανερώσῃ ὁ Μελωδός μέ τό ἐξερεύγομαι, ὅτι φοβερά τινα καί μεγάλα καί λεοντώδη νοήματα ἔχει νά παραστήσῃ διά τοῦ Κανόνος τούτου.

Ἐπειδή δέ τό μέν ρέψιμον τοῦ λέοντος εἶναι βρωμερόν, καταπληκτικόν, καί ἀποστροφῆς ἄξιον, τό δέ ρέψιμον ἐδῶ τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ εἶναι εὐῶδες, κεχαριτωμένον, καί εἰς τήν ψυχήν περιπόθητον· διά τοῦτο κατά τόν πτωχόν Πρόδρομον, ἁρμόζει καλλίτερα εἰς τόν θεσπέσιον τοῦτον Μελωδόν, τό ψαλμικόν ἐκεῖνο ρητόν τοῦ Δαβίδ, τό λέγον «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν» (Ψαλ. μδ’ 2).

Καθότι ἐκεῖνα τά πνευματικά καί κεχαριτωμένα νοήματα, ὅπου εἶχεν εἰς τήν καρδίαν του, ταῦτα ἐρεύγετο καί ἐπρόφερε διά τοῦ στόματός του. «Ὤσπερ γάρ ἐπί τῆς ἐρυγῆς, κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ Βασιλείου καί Νικήτα, τῆς τῶν σιτίων ποιότητός ἐστι τό γινόμενον οὕτω καί ἐπί τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας, τοιαῦτα ἠρεύγετο, οἶα καί ἐσιτεῖτο… Διά τοῦτο, ἐπειδή λογική ἦν καί ἀγαθή ἡ τροφή, οὖ σιτίον οὐδέ ποτόν ἐρεύγεται, ἀλλά τόν συγγενή τῇ λογικῇ τραπέζῃ, λόγον ἀγαθόν τόν περί τοῦ μονογενοῦς».

Βλέπε δέ, ἀγαπητέ, τάξιν ἀρίστην, ὅπου μεταχειρίζεται ὁ θεσπέσιος Μελωδός. Συνήθεια γάρ ἁγία ἐπικρατεῖ εἰς τούς χριστιανούς, νά ποιῶσι διά τῆς χειρός τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ὅταν μέλλουν νά ἀρχίσουν κάθε ἔργον καί ἐπιχείρημα· καθώς παραγγέλλει εἰς αὐτούς ὁ θεῖος Κύριλλος ὁ Ἱεροσολύμων, λέγων ἐν Κατηχήσει Δ’. «Μή ἐπαισχυνθῶμεν τῷ Σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ· ἀλλά κἄν ἄλλος ἀποκρύπτῃ, σύ φανερῶς ἐπί τῷ μετώπω σφραγίζου· ἵνα οἱ δαίμονες, τό σημεῖον ἰδόντες τό Βασιλικόν, μακράν φύγωσι τρέμοντες. Ποίει δέ τοῦτο τό σημεῖον ἐσθίων καί πίνων, καθήμενος, κοιταζόμενος, ἐξανιστάμενος, λαλῶν, περιπατῶν, ἁπαξαπλῶς ἐν παντί πράγματι.

Ἀλλά καί ὁ Χρυσορρήμων εἰς τοῦτο παρακινεῖ τούς πιστούς, λέγων «ὅταν μέλλῃς ὑπερβαίνειν τά πρόθυρα τοῦ πυλώνος, τοῦτο φθέγξαι τό ρῆμα πρότερον· ἀποτάσσομαί σοι Σατανά, καί τῇ πομπῇ σου, καί τῇ λατρεία σου, καί συντάσσομαί σοι Χριστέ· καί μηδέποτε χωρίς τῆς φωνής ταύτης ἐξέλθῃς. Καί μετά τοῦ ρήματος τούτου, καί τόν Σταυρόν ἐπί τοῦ μετώπου διατύπωσον· οὔτω γάρ οὐ μόνον ἅνθρωπος ἀπαντῶν, ἀλλ’ οὐδέ αὐτός ὁ Διάβολος βλάψαι τι δυνήσεται, μετά τούτων σε ὁρῶν τῶν ὅπλων πανταχοῦ φαινόμενον» (Λόγ. εἰς τούς Ἀνδριάντας).

Τῇ ἁγίᾳ συνηθείᾳ λοιπόν ταύτη ἀκολουθῶν καί ὁ ἱερός Κοσμᾶς ἐδῶ, μέλλων νά ἀρχίσῃ τόν Κανόνα τοῦτον, ἀντί νά κάμῃ τόν τύπον τοῦ Σταυροῦ διά τῆς χειρός του, ἀρχήν ποιεῖται αὐτοῦ τό ὄνομα τοῦ Σταυροῦ, εἰπών «Σταυρῷ πεποιθώς».

Διατί δέ ὀνομάζεται Ἀκροστιχίς; Ἐπειδή ὅσα στοιχεῖα περιέχονται εἰς αὐτήν, ταῦτα γίνονται ἄκρα καί ἀρχαί τῶν στίχων, ἤτοι τῶν Τροπαρίων τοῦ Κανόνος. Οἶον ἐπί παραδείγματος τῆς ἐνταῦθα Ἀκροστιχίδος «Σταυρῷ». Τό μέν Σ γίνεται ἀρχή τοῦ πρώτου Τροπαρίου τοῦ Κανόνος, τοῦ λέγοντος «Σταυρόν χαράξας Μωσῆς». Το δέ Τ γίνεται ἀρχή τοῦ δευτέρου Τροπαρίου, τοῦ λέγοντος «Τόν τύπον πάλαι». Τό δέ Α γίνεται ἀρχή τοῦ τρίτου Τροπαρίου, τοῦ λέγοντος «Ἀνέθηκε Μωϋσῆς». Ὁμοίως καί τά λοιπά στοιχεῖα τῆς Ἀκροστιχίδος, ἀρχαί γίνονται τῶν λοιπῶν Τροπαρίων.

 

Δύο δέ εἶναι τά αἴτια, διά τά ὁποῖα γίνεται ἡ Ἀκροστιχίς εἰς τούς Κανόνας. Ἔν μέν, διά νά δείξουν οἱ Μελωδοί τῶν Κανόνων τήν φιλοτιμίαν καί τέχνην των· καθότι ὁ Κανών ὁ ἔχων Ἀκροστιχίδα, αὐτός εἶναι ἀξιολογώτερος τοῦ μή ἔχοντος, καί ἀκολούθως περισσοτέραν δυσκολίαν προξενεῖ εἰς τόν Μελῳδόν, ὅπου τόν συνθέτει, πάρεξ ἐκεῖνος ὅπου δέν ἔχει Ἀκροστιχίδα. Καθώς τοῦτο ἠξεύρουν οἱ τῶν τοιούτων τήν πεῖραν ἔχοντες, καί ἄλλο, ἐπειδή διά τῆς Ἀκροστιχίδος γίνεται εὐκολομνημόνευτος ὁ Κανών. Ἀρκεῖ γάρ εἰς τόν καθ’ ἕνα νά ἐνθυμῆται μόνην τήν Ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος, καί σύν τῇ Ἀκροστιχίδι εὐθύς εὐρίσκει καί τάς ἀρχάς ἑκάστου Τροπαρίου τοῦ Κανόνος.

(Ὁ Εἰρμὸς ἃ΄ ᾠδῆς)

Ὠδὴ α’. Ἦχος Πλ. δ’. Εἰρμός.

Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐ εὐθείας ῥάβδῳ, τὴν Ἐρυθρὰν διέ-τεμε, τῷ Ἰσραὴλ πεζεύσαντι, τὴν δὲ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραὼ τοῖς ἅρμασι κροτήσας ἤνωσεν· ἐπ  εὔρους διαγράψας, τὸ ἀήττητον ὅπλον, διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν· τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

Ἑρμηνεία.

Ἐπειδὴ ὁ Προφήτης Μωϋσῆς ἐστάθη ὁ Ποιητὴς τῆς πρώτης ᾠδῆς, (ταύτην γὰρ ἔγραψεν ἐν Κεφαλ. ιε’ τῆς Ἐξόδου, ἀφ’ οὐ διεπέρασαν μὲν oἱ Ἑβραῖοι τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν(1), κατεποντίσθησαν δὲ εἰς αὐτὴν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ Φαραωνίται).

Τούτου χάριν καὶ ὁ Μελῳδὸς Κοσμᾶς ἐρανίσθη ἀπὸ τὴν ᾠδὴν ἐκείνην τὸν παρόντα Εἰρμὸν καὶ λέγει, ὅτι ὁ θεόπτης ἐκεῖνος Μωϋσῆς χα-ράξας, ἤτοι προεικονίσας συμβολικῶς καὶ προτυπώσας τὸν Σταυρὸν(2), ἐκτύπησε μὲν πρῶτον τὴν ῥάβδον τοῦ μὲ εὐθεῖαν καὶ ἴσην γραμμὴν ἐπά-νω εἰς τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν, καὶ οὕτω διέσχισεν αὐτὴν τῷ Ἰσραήλ, πεζεύσαντι: ἤτοι χάριν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὃς τὶς ἐπέζευσε· τουτέστι, διεπέρασεν αὐτὴν πεζὸς καὶ μὲ γυμνὰ ποδάρια, χωρὶς νά βραχή.

Ταύτην δὲ τὴν ἰδίαν ῥάβδον γυρίσας ὁ αὐτὸς Μωϋσῆς μὲ πλάγιον σχῆμα (τοῦτο γὰρ δηλοῖ τό, ἐπιστρεπτικῶς), ἐκτύπησε τὴν ἰδίαν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν, ἀφ’ οὐ ἐπέρασαν οἱ Ἰσραηλῖται· καὶ οὕτως ἥνωσε τὰ δύο σχισθέντα μέρη αὐτῆς. Διατὶ δὲ τοῦτο ἐποίησε τοῖς ἅρμασι Φαραώ, ἤτοι ἐναντίον τῶν ἁρμάτων καὶ ἁμαξῶν τοῦ Βασιλέως Φαραώ; διότι ἐκυνήγα κατόπιν διὰ νά πιάση τοὺς Ἰσραηλίτας. Εὐθὺς γὰρ ὅπου ἡ Θάλασσα ἐκτυπήθη τὴν δευτέραν φορὰν καὶ ἑνώθη, κατεπόντισε τὸν Φαραὼ καὶ πάντα τὰ στρατεύματα αὐτοῦ.

Ὅθεν μὲ τὸ τοιοῦτον ἴσον ὁμοῦ καὶ πλάγιον κτύπημα τῆς ῥάβδου του, ἐχάραξεν ὁ Μωϋσῆς καὶ αἰσθητῶς· ἤτοι ἐσχημάτισεν ἐπάνω εἰς τὸ πλάτος τῆς Θαλάσσης τὸ ἀνίκητον ἅρμα τῶν χριστιανῶν, ἤτοι τὸν Σταυρόν. Ὁ Σταυρὸς γὰρ ἀπὸ δύο ξύλα σύγκειται, ἀπὸ τὸ ὀρθὸν καὶ ἴσον, καὶ ἀπὸ τὸ πλάγιον(3). Διὰ τοῦτο, λέγει, καὶ ἡμεῖς οἱ τῷ Σταυρῷ ἐγκαυχώμενοι χριστιανοί, ἂς μελωδήσωμεν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν.

Καθὼς τότε καὶ ὁ Μωϋσῆς μὲ ὅλους τοὺς ἄνδρας καὶ ἡ Μαριὰμ μὲ ὅλας τάς γυναίκας, ἔψαλλον τὸ ἐπινίκιο ἐκεῖνο ᾆσμα τῆς πρώτης ᾠδῆς, ἀφ’ οὗ διεπέρασαν ἁβρόχως τὴν Ἐρυθράν. Τότε γάρ φησιν, ᾖσε Μωϋσῆς καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὴν ᾠδὴν ταύτην· «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται» (Ἐξ. ιε΄ 1).

Βλέπε δέ, ὢ ἀναγνῶστα, σοφίαν καὶ σύνεσιν τοῦ θεσπεσίου Κοσμᾶ. Διότι αὐτὸς καὶ τὸν Εἰρμὸν τοῦτον ἐπροσάρμοσε μὲ τὴν πρώτην ᾠδὴν τοῦ Μωϋσέως, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐρανίσθη αὐτόν· καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν δέν ἐβγῆκε καὶ ἀπὸ τὴν ὑπόθεσιν τῆς πανηγύρεως τοῦ Σταυροῦ, τὴν προκειμένην αὐτῷ εἰς ἔπαινον· διότι λαβὼν ἀπὸ τὴν πρώτην ᾠδήν, τόσον τὴν ῥάβδον τοῦ Μωϋσέως, ὅσον καὶ τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν, μὲ τὴν μίαν ταύτην ὑπόθεσιν τὰ πρέποντα ἐφύλαξε καὶ τῆς πρώτης ᾠδῆς καὶ τῆς τοῦ Σταυροῦ ἑορτῆς.

Καθὼς γὰρ τότε ὁ παλαιὸς Μωϋσῆς μὲ τὴν ῥάβδον του ἔσχισε τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν· οὕτως ὕστερον καὶ ὁ νέος Μωϋσῆς Χριστὸς ὁ Κύριος μὲ τὴν ἰδικὴν του ῥάβδον, ἤτοι μὲ τὸν Τίμιον Σταυρόν, περὶ οὗ εἶπεν ὁ Δαβίδ· «ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς Βασιλείας σου» (Ψαλ. μδ΄ 7) μὲ αὐτόν, λέγω, ἔσχισε τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἐρυθρὰ καὶ αἱματώδης κατὰ τὴν Γραφὴν «Ἄνδρας γὰρ αἱμάτων», ὁ Δαβὶδ ὀνομάζει τοὺς φονικοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς (Ψαλμ. νδ΄ 27).

Καὶ ὁ Ἠσαΐας καθαρώτερον μαρτυρεῖ περὶ τούτου «ἐὰν ὧσι, λέγων, αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν (ἤτοι ὡς χρῶμα ἄλυκον, τὸ εἰς τὸ λευκοειδὲς κλῖνον), ὡς χιόνα λευκανῶ (ἤτοι πολλὰ λευκὰς ποιήσω αὐτάς)· ἐὰν δὲ ὧσιν ὡς κόκκινον (ἤτοι ὡς χρῶμα αἱματοειδὲς καὶ βαθύ), ὡς ἔριον λευκανῶ (ἤτοι ὀλιγώτερον θέλω τάς λευκάνει)» (Ἡσ. α΄ 18).

Σχίσας λοιπὸν ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ῥάβδον τοῦ Σταυροῦ του τὴν ἐρυθρὰν ἁμαρτίαν, ἡμᾶς μὲν τοὺς νέους Ἰσραηλίτας τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ, διεπέρασεν εἰς τὴν ἔρημον τῆς ἁμαρτίας: ἤτοι εἰς τὴν ἀπάθειαν· τὸν δὲ Φαραώ: ἤτοι τὸν Σατανᾶν, καὶ τὰ δαιμονικὰ αὐτοῦ ἅρματα, καὶ τοὺς τριστάτας κατεβύθισεν. Ἅρματα μὲν οὖν λέγονται οἱ Δαίμονες ὄχι ὅτι ἔχουν κανένα ἁρμόδιον καὶ εὔτακτον.

Πάντα γὰρ τὰ τῶν Δαιμόνων εἶναι ἄτακτα καὶ ἀνάρμοστα· ἀλλὰ λέγονται ἅρματα, διὰ τὴν ἔπαρσιν αὐτῶν καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν, ὑπὸ τῆς ὁποίας κυριευθέντες, ἐκρημνίσθησαν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Τριστάται δὲ ὀνομάζονται οἱ Δαίμονες, διότι πολεμοῦσι τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἐπιθυμητικόν, λέγω, τὸ θυμικὸν καὶ τὸ λογιστικόν, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ πτωχοῦ Προδρόμου(4).

Οὐ μόνον δὲ τὸν Εἰρμὸν τοῦτον ἐπροσάρμοσεν ὁ Μελῳδὸς εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Σταυροῦ· ἀλλὰ καὶ τὸ ἀκροτελεύτητον τοῦ Εἰρμοῦ: ἤτοι τὸ «διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται». Κατὰ τὸν αὐτὸν Πρόδρομον δέ, ᾄσωμεν, λέγει, εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, διότι δεδόξασται: ἤτοι ἐσταυρώθη. Ἐὰν γὰρ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι καὶ λέγεται ὁ Σταυρός, λοιπὸν καὶ τὸ σταυρωθῆναι ἐμπορεῖ νά ὀνομασθῇ δοξασθῆναι.

Ὅθεν ὁ Κύριος ἐρχόμενος εἰς τὸ πάθος τοῦ Σταυροῦ, ἔλεγε «νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰῳ. ιδ΄ 31). Οὐ μόνον δὲ δόξα τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται ὁ Σταυρός. Ἀλλὰ καὶ ἀρχή, ὡς γέγραπται παρὰ τῷ Ἠσαΐᾳ «οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ» (Ἠσ. θ΄ 6). Ὅπερ ἑρμηνεύων ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, λέγει «Τῷ γὰρ Σταυρῷ συνεπαίρεται» (λόγ. εἰς τὴν Χριστοῦ γέννησιν): ἤτοι ὁ Σταυρός, ὅν ἐβάστασεν ὁ Κύριος εἰς τὸν ὦμον του, αὐτὸς ἐγενήθη εἰς αὐτὸν ἀρχὴ τουτέστιν ἐξουσία. «Ἐδόθη μοι» γάρ, φησὶ μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασιν ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18)(5).

Ἤθελε δὲ ἀπορήσῃ τινάς, διὰ τὶ ὁ Θεολόγος δέν εἶπεν, ὅτι τῷ Σταυρῷ ἐπαίρεται ὁ Χριστός, ἀλλὰ συνεπαίρεται; Οὕτω γὰρ καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης εἶπεν ἐν τῷ Β΄ ἤχῳ «ἐν τῇ κυπαρίσσῳ, ὡς ηὐδόκη-σας, καὶ τῇ πεύκῃ καὶ κέδρῳ, σαρκὶ συνανυψούμενος». Ταύτην τὴν ἀπορίαν λύων ὁ Ζωναρὰς ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ ἀνωτέρω Τροπαρίου, λέγει «οὐκ εἶπε δὲ ἀνυψούμενος (πρόσθες καὶ ἐπαιρόμενος), ἀλλὰ τῇ σαρκὶ συνανυψούμενος (καὶ τῷ Σταυρῷ συνεπαιρόμενος)· τῆς του Λόγου γὰρ σαρκὸς ἀνυψουμένης, καὶ πασχούσης ἐν τῷ Σταυρῷ, αὐτὸς ὁ Λόγος ὑψούσθαι λέγεται, καὶ τῇ σαρκὶ συνανυψούσθαι, τὰ τῆς σαρκὸς οἰκειούμενος, διὰ τὸ μίαν εἶναι τὴν ὑπόστασιν, μετὰ τὴν σάρκωσιν τοῦ Λόγου καὶ τῆς σαρκός· ἄλλως τε καὶ τῆς Θεότητος αὐτοῦ ἐκφαινομένης διὰ τῶν ἐν τῷ πάθει γεγονότων τεραστίων, καὶ ἐκλαμπούσης, δόξα ἐγίνετο ὁ Σταυρὸς τοῦ Λόγου καὶ ὕψωσις· οὐχ’ ὡς αὐτοῦ δόξαν μείζονα προσλαμβάνοντος, ἀλλ’ ὡς ἐν ἡμῖν τῆς δόξῃς αὐτοῦ αὐξούσης τε καὶ ὑψούμενης διὰ τῶν τελουμένων θαυμασίων ἐν τῷ Σταυρῷ. Ἐν κυπαρίσσῳ δὲ καὶ πεύκη καὶ κέδρῳ εἶπεν: ἤτοι ἐν τῷ ξύλῳ τοῦ Σταυροῦ· ἐκ τούτων γὰρ τῶν τριῶν συγκεῖσθαι φασὶ τὸν Σταυρόν».

Λέγει δὲ καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, ἑρμηνεύων τὸ ἀνωτέρω ῥητὸν τοῦ Ἠσαΐου. «Ἔοικε δὲ τὸν ὦμον ὁ προφητικὸς ἡμῖν ἐν τούτοις λόγος τὴν ἰσχὺν βούλεσθαι δηλοῦν πᾶσα γὰρ ἡμῶν ἰσχὺς ἐν βραχίοσί τε καὶ ὥμοις. Ἦρξε τοίνυν τῆς ὑπ’ οὐρανὸν διὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως ὁ Χριστός· Ἰσχὺς γάρ ἐστι τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».

Ποῖον δὲ ὠφέλιμον νόημα ἐμπορεὶς να κερδήσης, σύ ἀγαπητέ, ἀπὸ τὸν Εἰρμὸν τοῦτον; ἄκουσον· Θάλασσα Ἐρυθρὰ εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Αἰγύπτιοι δὲ καὶ Φαραωνῖται εἶναι οἱ πονηροὶ Δαίμονες. Ἄνεμοι δὲ οἱ ταράσσοντες τὴν ζωὴν ταύτην, εἶναι αἱ προσβολαὶ τῶν βλασφήμων καὶ αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν λογισμῶν, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ Δαίμονες ταράττουσι τὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς μας: ἤτοι τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν, καὶ τὸ θυμικόν.

Κύματα δὲ τῆς Θαλάσσης ταύτης, εἶναι οἱ διάφοροι πειρασμοὶ καὶ αἱ περιστάσεις καὶ θλίψεις, ὅπου ἀκολουθοῦν εἰς τὴν ζωὴν ταύτην. Ἐὰν λοιπόν, σύ ἀγαπητέ, μεταχειρίζεσαι ὡς ἅρμα δυνατόν, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, δύνασαι να διαπεράσης μὲν ἀκινδύνως τὴν ζωήν ταύτην, νά καταποντίσης δὲ καὶ ἀφανίσῃς τοὺς νοητοὺς Αἰγυπτίους καὶ Φαραωνίτας Δαίμονας, ὅπου σὲ διώκουν καὶ σὲ πολεμοῦν.

Ὅθεν ἐάν, σύ ἀδελφέ, μαγευθὴς ἀπὸ τίνα κακότροπον ἄνθρω-πον, μὴ φοβηθῇς· ἀλλὰ ποίησον τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ λύεται ἡ φαρμακεία τῶν Δαιμόνων. Οὕτω βεβαιοῖ ὁ μέγας Ἀθανάσιος, λέγων, «τῷ σημείῳ τοῦ Σταυροῦ πᾶσα μαγεία παύεται» (λόγῳ περὶ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου).

Καὶ ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος «ἔνθα ὄνομα Χριστοῦ, καὶ σφραγὶς Σταυροῦ, οὐκ ἴσχυσε φαρμακείας δύναμις» (Αἱρέσ. 1 Βιβλ. α΄). Ἐὰν σὲ πολεμοῦν οἱ ἐχθροὶ Δαίμονες μὲ καμμίαν ἁμαρτίαν, μὴ φοβηθῇς· ἀλλὰ σφράγισον τὸν ἑαυτὸν σου μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, καθὼς σὲ συμβουλεύει να κάμνῃς ὁ θεῖος Χρυσόστομος, λέγων «πιστὴ εἰ; σφράγισον σεαυτὴν καὶ εἰπέ: «Τοῦτο ἔχω τὸ ὅπλον μόνον τοῦτο τὸ φάρμακον· ἄλλο δὲ οὐκ οἶδα» (ὁμιλ. ἡ’ εἰς τὴν πρὸς Κολασ.).

Ἀλλ’ ἐάν καὶ τὸ παιδίον σου πάσχῃ καὶ ἀσθενῇ, σφράγισον αὐτὸ μὲ τὸν τύπον τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ. Καὶ ἄλλο τι να μὴ κάμῃς εἰς αὐτὸ κατὰ τὸν αὐτὸν Χρυσορρήμονα «δέον μηδὲν ἕτερον τῷ παιδὶ περι-τιθέναι, ἀλλ’ ἢ τὴν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ φυλακὴν» (Ὁμιλ. ιβ΄ εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α΄)· Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς Χρυσορρήμων παραγγελεῖ εἰς τοὺς γονεῖς, ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτην ἡλικίαν τῶν τέκνων των νά τὰ μανθάνουν νά κάμνωσι τὸν Σταυρὸν καὶ πρὸ τοῦ αὐτὰ νά δύνωνται νά τὸν κάμνουν, νά πιάνουν οἱ γονεῖς τάς χεῖρας αὐτῶν τῶν παιδιῶν, καὶ νά τυπώνουν τὸν Σταυρὸν εἰς τὸ μέτωπον καὶ εἰς ὅλον τὸ σῶμα των.

Οὕτω γάρ φησι «Μὴ ταῦτα, μὴ ἀδελφοί· ἀλλ’ ἐκ πρώτης ἡλικίας, πνευματικοῖς περιφράττετε ὅπλοις τὰ παιδία, καὶ τῇ χειρὶ παιδεύετε σφραγίζειν τὸ μέτωπον. Καὶ πρὶν ἢ δυνηθῆναι τῇ χειρὶ τοῦτο ποιεῖν, αὐτοὶ ἐντυποῦτε αὐτοῖς τὸν Σταυρὸν» (Λόγῳ ιγ’ εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους). Καὶ διὰ νά εἴπω καθολικῶς, εἰς κάθε περίστασιν, ὅπου σοί ἀκολουθήσει, μὴ φοβηθῇς· ἀλλὰ ποίει τὴν σφραγῖδα τοῦ Σταυροῦ, καὶ θέλεις ἐλευθερωθῆ.

Οὕτω γὰρ καὶ οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι Χριστιανοὶ συνεχῶς ἐποίουν τὸν Σταυρὸν εἰς τὸν ἑαυτὸν των, καὶ οὕτω συνειθίσαντες δεν ἐχρειάζοντο πλέον διὰ νά τοὺς ἐνθυμήσῃ τινὰς περὶ τούτου. Καθὼς ὁ αὐτὸς Χρυσορρήμων λέγει «ἐν συνήθειᾳ πολλοὶ κατέστησαν τοῦ σφραγίζειν ἑαυτούς, καὶ οὐκέτι δέονται τοῦ ὑπομιμνῄσκοντος» (Ὁμιλ. Ζ΄ εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον).

———————————————————-

Παραπομπὲς

  1. Σημείωσαι, ὅτι Ἐρυθρὰ ὠνομάσθη ἡ κατὰ τὴν Αἴγυπτον Θάλασσα, ἢ ἀπὸ Ἐρυθρὰ τοῦ πρώτου ἐγκατοικοῦ τοῦ τόπου ἐκείνου, ἢ διότι τὸ ἔδαφος τῆς Θαλάσσης καὶ τῶν πέριξ τόπων εἶναι ἐρυθρόν· ὅθεν κατὰ ἀντανάκλασιν κάμνει νά φαίνεται ἐρυθρὸν καὶ τὸ εἰς τὴν ἐπιφά-ειαν ὕδωρ τῆς Θαλάσσης.
  1. Δύο γὰρ σημαινόμενα ἔχει τό, χαράττω, κατὰ τὸν πτωχὸν Πρόδρομον, ἢ τό, αἰσθητῶς χαράττω διὰ τῆς χειρός, ὡς λέγομεν, ἐχάραξεν ἐπιστολήν· ἢ τό, προτυπώνω, ὡς λέγομεν, ἡ βάτος ἐχάραττε τὴν Θεοτόκον.
  1. Σημείωσαι, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δέν φανερώνει, ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἐκτύπησε τὴν Θάλασσαν, τὴν δευτέραν φοράν, μὲ πλάγιον σχῆμα τῆς ῥάβδου· ἀλλὰ ὁ Μελῳδὸς συμπεραίνει τοῦτο· ἴσως δὲ καὶ τὸ εἶχεν ἐκ παραδόσεως. Συμφώνως δὲ τῷ θείῳ Κοσμᾷ, λέγει τοῦτο καὶ ὁ ἐκ Δαμασκοῦ σύμπτους αὐτῷ Ἰωάννης, ἐν τῷ Εἰρμῷ τοῦ πλ. δ’ ἤχου τῆς Ὀκτωήχου. «Ἁρματηλάτην φαραὼ ἐβύθισε, τερατουργούσα ποτὲ Μωσαϊκὴ ῥάβδος, σταυροτύπως πλήξασα, καὶ διελοῦσα θάλασσα». Ἀλλ’ ὁ μὲν Κοσμᾶςλέγει, ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἐτύπωσε τὸν Σταυρὸν μὲ τὸ πλάγιον κτύπημα, ὅπου ἐκτύπησε δεύτερον· ὁ δὲ Ἰωάννης δεν ἀναφέρει διὰ κτύπημα δεύτερον. Πῶς λοιπὸν λέγει, ὅτι σταυροτύπως ἔπληξε τὴν θάλασσαν; οὐ γὰρ μὲ ἕνα κτύπημα τυποῦται σταυρός· ταύτην τὴν ἀπορίαν προβάλλων ὁ σοφὸς Ζωναρὰς ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ ἀνωτέρω Εἱρμοῦ, λύει ταύτην ἐπιβολώτατα, δηλαδή, ὅτι οὐ χωρὶς λόγου εἶπεν ὁ θεῖος Ἰωάννης, τὴν κατ’ εὐθεῖαν πληγὴν τῆς ῥάβδου, πλήξαι σταυροτύπως τὴν θάλασσαν καθότι οἱ παλαιοὶ τὰ ὀρθίως πηγνύμενα ξύλα, (ἤτοι τὰ κοινῶς λεγόμενα παλούκια) σταυροὺς ὠνόμαζον· οὕτως ἐν τῇ Ἐσθὴρ ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Ἀμὰν ἐσταυρώθη ἐπάνω εἰς τὸ ὄρθιον ξύλον, τὸ ὁποῖον ἡτοίμασε διὰ νά σταυρώση τὸν Μαρδοχαῖον, καθὼς γέγραπται. «Καὶ ὤρθωται ἐν τοῖς Ἀμὰν ξύλον πηχὼν πεντήκοντα· εἶπε δὲ ὁ Βασιλεύς, σταυρωθήτω ἐπ’ αὐτοῦ» (Ἐσθὴρ ζ΄ 9). Οὕτω καὶ ὁ Ἰώσηπος ἐν τῇ Ἀρχαιολογίᾳ τὴν ἱστορίαν ταύτην ἱστορεῖ· οὕτω Δίων ὁ τὰ Ῥωμαϊ-κὰ συγγράψας, ἱστόρων τὸν πρὸς τοὺς Καρχηδονίους τῶν ῥωμαίων πόλεμον, γράφει, ὅτι ἔνας ὕπατος ῥωμαῖος, Νέρων καλούμενος, ἐμβαίνων εἰς τοὺς Καρχηδονίους ἐνίκησεν· ὅθεν ὁ στρατηγὸς ἐκείνων ἔπεσεν· ὁ δὲ Νέρων ἀνεσταύρωσε τὴν κεφαλὴν ἐκείνου· ἤτοι ἐπὶ ξύλου ὀρθίου ἐσήκωσεν αὐτήν.
  1. Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος εἰς τύπον τοῦ Βαπτίσματος παραλαμ-βάνει τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν, τὸ ὁποῖον Βάπτισμα εἷναι ἐρυθρὸν καὶ κόκκινον· διότι τύποι τὸ αἷμα καὶ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβα-πτσθημεν».

Ἐν τῷ Βαπτίσματι λοιπὸν καταπνίξας ὁ Κύριος τὸν νοητὸν Φαραὼ καὶ τὴν πονηρὰν αὐτοῦ δύναμιν, καὶ ἐν τοῖς τοῦ Ἰορδάνου ῥείθροις καταβαπτίσας τούτους, τὸν ἀληθινὸν Ἰσραὴλ ἐλεύθερον τῆς αὐτοῦ δουλείας ἀπέδειξεν. Εἰς τύπον τοῦ αὐτοῦ Βαπτίσματος παραλαμβάνει τὴν Ἐρυθρὰν καὶ ὁ Παῦλος, λέγων «πάντες εἰς τὸν Μωϋσὴν ἐβαπτίσαντο ἐν τῇ νεφέλῃ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ» (Α΄ Κορ. 10, 2). Ὅρα καὶ τὴν ἑρμηνείαν τῆς πρώτης ὡδῆς ἐν τῷ ἡμετέρῳ Κήπῳ τῶν χαρίτων τῷ νεοτυπώτω.

  1. Ὅθεν καὶ ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύων τὸ «Μετὰ σοῦ ἡ ἀρχὴ ἐν ἡμέρᾳ τῆς δυνάμεώς σου» ἀρχὴν ἐννοεῖ τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐν αὐτῷ τοῦ τῆς οἰκουμένης Ἄρχοντος καὶ Βασιλεύοντος ἡττηθέντος. Ἡμέρα δὲ δυνάμεως νοεῖται ἡ τοῦ Κυρίου δευτέρα παρουσία καὶ κρίσις· ὅτε μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ εὑρεθήσεται καὶ ὁ Σταυρός, κατὰ τὸ «τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθ. κδ΄ 30).

(1ο τροπάριο – α΄ ᾠδῆς)

Τροπάριον.

Τὸν τύπον πάλαι Μώσης, τοῦ ἀχράντου πάθους, ἐν ἑαυτῷ προέφηνε, τῶν ἱερῶν μεσουμένος. Σταυρῷ δὲ σχηματισθείς, τεταμέναις τρόπαιον, παλάμαις ἤγειρε, τὸ κράτος διολέσας, Ἀμαλὴκ τοῦ πανώλους. Διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

Ἑρμηνεία.

Καὶ τοῦτο τὸ Τροπάριον ἐδανείσθη ὁ μελῳδὸς ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐδανείσθη καὶ τὸν ἀνωτέρω Εἱρμόν. Ἀκούων γὰρ τὸν Παῦλον να λέγῃ, ὅτι ὁ παλαιὸς νόμος εἶχε σκιὰν καὶ τύπον τῶν μυστηρίων τῆς νέας χάριτος «Σκιὰν γὰρ ἔχων ὁ Νόμος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. ι΄ 1). Διὰ τοῦτο μεταφέρει καὶ ἀλληγορεῖ τάς ἱστορίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἰς τὴν Νέαν Διαθήκην τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅθεν καὶ λέγει, ὅτι πάλαι μὲν ὁ Προφήτης Μωυσῆς ἐπροεικόνισεν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ τὸν τύπον τοῦ ἀχράντου πάθους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Πῶς; Καὶ τίνι τρόπῳ; Τῶν ἱερῶν μεσούμεος· ἤτοι καθὼς ὁ Μωυσῆς ἐστέκετο εἰς τὸ μέσο τῶν ἱερῶν ἐκείνων ἀνδρών, τοῦ Ἀαρών, λέγω, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ, καὶ τοῦ Ὠρ(1)· οὕτω καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἔπασχεν ἐν τῷ Σταυρῷ, εὑρισκόμενος ἀνάμεσα εἰς τοὺς δύο λῃστάς.

Σχηματισθεὶς δὲ πάλιν κατὰ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, ἐσήκωσε μὲ τάς σταυροειδῶς ἑξαπλωμένας χεῖράς του τρόπαιον, ἤτοι νίκην(2). Ἔφθειρε γὰρ διὰ μέσου τῆς σταυροειδοῦς ἑξαπλώσεως ταύτης, τὴν δύναμιν τοῦ πανωλέθρου καὶ ἀφανιστικοὺ ἐκείνου Βασιλέως Ἀμαλήκ, ὃς τὶς ἐπολέμει τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ δεν ἄφινεν αὐτὸν να περάση καὶ να ὑπάγῃ εἰς τῇ γῇ τῆς ἐπαγγελίας· καθὼς ἀναφέρεται ἡ ἱστορία αὐτὴ εἰς τὸ ιζ΄ τῆς Ἐξόδου Κεφάλαιον.

Διὰ τοῦτο, λέγει, ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, βλέποντες τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ ἔνδοξον καὶ νικῶντα, ἀκόμη καὶ ἐν τῇ σκιᾷ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἂς μελωδήσωμεν ἐν ἐπινίκιον καὶ ἔνδοξον ᾆσμα εἰς Χριστὸν τὸν Θεόν, ὃς τὶς ἐχάρισε τόσην μεγάλην δύναμιν, καὶ εἰς αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἐν τῇ Παλαιᾷ τύπον τοῦ Σταυροῦ τοῦ, ἐπειδὴ καὶ εἲναι δεδοξασμένος.

Ὅθεν καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Θεσσαλονίκης ἐν τῷ εἰς τὴν προσκύνησιν τοῦ Σταυροῦ λόγῳ αὐτοῦ, γράφει ἕνα βαθὺ νόημα, λέγων «ὅ του Χριστοῦ Σταυρὸς προανεκηρύττετο καὶ προετυποῦτο μυστικὼς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων, καὶ οὐδεὶς πότε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρὶς τῆς του Σταυροῦ δυνάμεως»… καὶ ὥσπερ, μήπω ὄντος τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, τοῦ υἱοῦ τῆς ἀνομίας, τοῦ Ἀντιχρίστου, λέγω, ὁ ἠγαπημένος τῷ Χριστῷ φησι Θεολόγος· «καὶ νῦν ἀγαπητοί, ὁ Ἀντίχριστός ἐστιν».

Οὕτω καὶ ὁ Σταυρὸς ἢν ἐν τοῖς προγενεστέροις καὶ πρὸ τοῦ τελεσθῆναι. «Ὁ γὰρ μέγας Παῦλος σαφέστερον ἡμᾶς διδάσκων, ὅτι, καὶ μήπω παραγενόμενος ἐν ἡμῖν ἐστιν ὁ Ἀντίχριστος, φησίν, ὅτι τὸ μυστήριον αὐτοῦ ἐνεργείται  ( Β΄Θεσ. β΄ 7)) ἐν ἡμῖν οὕτω δὴ καὶ ὅ του Χριστοῦ Σταυρός, μήπως γεγονώς, ἐν τοῖς προπάτορσιν ἤν· τὸ γὰρ μυστήριον αὐτοῦ ἐνηργεῖτο ἐν αὐτοῖς. Ἀκολούθως δὲ φέρει παράδειγμα τὸν Ἄβελ, τὸν Σήθ, τὸν Ἐνώς, τὸν Ἐνώχ, τὸν Νῶε, τὸν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ τοὺς λοιποὺς Προπάτορας καὶ Προφήτας».

Ἤθελε δὲ ἐρωτήσῃ τινάς, μὲ ποία ἄρα γε ἅρματα ἐπολέμουν οἱ Ἰσραηλῖται τὸν Ἀμαλὴκ καὶ τὰ ἐκείνου στρατεύματα, ἐνῶ αὐτοὶ ἅρματα δεν εἶχον, ὅταν ἐβγήκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον; καὶ ἀποκρίνεται ὁ Ἰώσηπος σὺν τῷ ἱερῷ Θεοδωρήτω, ὅτι ὅταν ἐξέβρασεν ἡ ἐρυθρὰ Θάλασσα τοὺς Αἰγυπτίους εἰς τὰ περιγιάλια, ὅμου μὲ τὰ ἅρματα τῶν· τότε οἱ Ἑβραῖοι κουρσεύσαντες αὐτούς, ἔπηραν τὰ ἅρματα τῶν, καὶ ἐκεῖνα ἐμεταχειρίζοντο εἰς τὸν πόλεμον.

Τὶ δὲ νόημα συνάγεις, σῦ ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, ἀπὸ τὸ Τροπάριον τοῦτο; ὠφέλιμον ἀληθῶς καὶ ψυχωφελές. Διότι καθὼς ὁ Μωϋσῆς τότε, ἐν ὅσῳ εἶχεν ὑψωμένα τὰ χέρια τοῦ ὑψηλὰ εἰς σχῆμα Σταυροῦ, ἐνίκα ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν Ἀμαλήκ· ὅταν δὲ αὐτὰ ἐκατέβαζεν, ἐνίκα ὁ Ἀμαλήκ. «Καὶ ἐγένετο, ὅταν ἔπῃρε Μωϋσῆς τάς χεῖρας, κατίσχυεν Ἰσραήλ· ὅταν δὲ καθῆκε τάς χεῖρας, κατίσχυεν Ἀμαλὴκ» (Ἐξ. ιζ’ 11).

Οὕτω καὶ σὺ τώρα, ἐν ὅσῳ μὲν ἔχεις τάς χεῖράς σου σταυροειδῶς ὑψωμένας εἰς προσευχήν, νικᾷς τὸν νοητὸν Ἀμαλήκ, Διάβολον, ὃς τὶς σὲ πολεμεῖ, καὶ δεν σὲ ἀφίνει να περᾴσῃς, καὶ να ὑπάγῃς εἰς τὴν ἄνῳ Ἱερουσαλήμ· ὅταν δὲ ἀμελῶν κατεβάσης τάς χεῖράς σου, καὶ διαλύσῃς τὸν νικητικὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, τότε νικᾶται, κατὰ τὸν Βασίλειον, ὁ ἐν ἡμῖν Ἰσραήλ, ἤτοι ὁ διορατικὸς ἡμῶν νοῦς· ἐπειδὴ Ἰσραήλ, νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν, ἑρμηνεύεται.

Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Προφήτης Δαβὶδ πρότερον ἐποίει, καὶ ὁ Παῦλος ὕστερον παραγγέλλει εἰς ἡμάς, να σηκώνωμεν τάς χεῖρας, ὅταν προσευχώμεθα. Διὰ τί; ἵνα τυπώνωμεν εἰς τὸν ἑαυτὸν μας ἐν τῇ προσευχῇ τὸ νικητικὸν σχῆμα τοῦ Σταυροῦ· ὁ μέν, λέγων, «ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἐσπερινὴ» (Ψαλ. ρμ’ 2). Ὁ δέ, παραγγέλλων «Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας» (ἃ’ Τιμοθ. β’ 8).

Καὶ τούτη εἲναι ἡ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπενόησε τὰ στασείδια ἐν τῷ Ναῷ, ἵνα δηλαδὴ οἱ προσευχόμενοι Χριστιανοί, ἀκουμβίζοντες τάς χεῖρας τῶν ἐπάνω εἰς τὰ πλάγια ξύλα τῶν στασειδίων (οὐ γὰρ δύναται εἰς ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ προσευχῆς, να ἔχουν ὑψωμένας αὐτάς), τυπώνωσιν εἰς τὸν ἑαυτὸν τῶν ἐν τῇ προσευχῇ τὸν Τίμιον Σταυρόν· καθὼς τότε ἐτύπωνεν αὐτὸν καὶ ὁ Μωυσῆς, ἐν ὅσῳ εἶχεν ὑψωμένας τάς χεῖρας τοῦ(3).

Ἐν τῇ δυνάμει λοιπὸν τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ τῆς διὰ τῆς ἐπάρσεως τῶν χειρῶν ἐνεργουμένης προσευχῆς, ἐμπορεὶς να νικήσῃς, καὶ σὺ ἀδελφέ, τὸν νοητὸν Ἀμαλήκ, Διάβολον, περὶ οὐ γέγραπται «ἀρχὴ Ἐθνῶν, Ἀμαλήκ· καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπολεῖται» (Ἀριθμ. κδ’ 20). Ποία δὲ εἲναι τὰ ἔθνη, τῶν ὁποίων εὑρίσκεται ἀρχὴ ὁ Διάβολος; εἲναι τὰ πλήθη τῶν δαιμόνων τῶν ὑποτασσομένων τῷ Διαβόλῳ. Ποῖον δὲ εἲναι τὸ σπέρμα τοῦ Ἀμαλὴκ καὶ τῶν δαιμόνων; εἲναι ἡ ἁμαρτία καὶ ὅλα τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ἐγέννησεν ὁ Διάβολος καὶ οἱ ὑπ’ αὐτὸν δαίμονες, ἤτοι ἡ φιλαυτία, ἡ οἴησις, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ γαστριμαργία, καὶ τὰ λοιπά.

Ὅθεν εἶπεν ὁ σοφὸς Νεῖλος «ἀρχὴ Ἐθνῶν Ἀμαλήκ, καὶ ἀρχὴ παθὼν γαστριμαργία». Μὴ φοβηθῇς λοιπόν, Χριστιανέ, τὸν νοητὸν Ἀμαλὴκ καὶ τὸν ἐκείνου ἀόρατον πόλεμον, ὄχι! ἐπειδὴ διὰ τῆς κρυφίας δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ, πολεμεῖ μὲν αὐτὸν ὁ Χριστὸς καὶ δεν τὸν ἀφίνει να νικήσῃ, βοηθεῖ δὲ ἐσὲ τὸν ἀντιπολεμοῦντα ἐκεῖνον, καὶ νικητὴν αὐτοῦ δείκνυσι· καθὼς εἲναι γεγραμμένον «Ἐν χειρὶ κρυφίᾳ πολεμεῖ Κύριος ἐπὶ Ἀμαλὴκ ἀπὸ γενεῶν εἰς γενεὰς» (Ἕξ. Ἰζ’ 16).

Παραθαρρύνει δὲ σὲ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγων, «ἂν οὕτως ἐξέλθῃς Αἴγυπτον, Ἀμαλὴκ καταπολεμηθήσεται σοί, οὐχὶ ὅπλοις μόνον, ἀλλὰ καὶ πολεμίαις χερσὶ δικαίων, εὐχὴν ὅμου τυπούσαις καὶ Σταυροῦ τρόπαιον τὸ ἀήττητον» (Λόγ. εἰς τὸ Πάσχα).

—————————————————-

Παραπομπὲς΄

  1. Ὁ Ὠρ ἦτον Κριτὴς ἀδέκαστος κατὰ τὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλον· κατὰ δὲ τὸν Ἰωσηπον (κεφ. β’ τοῦ γ’ βιβλίου τῆς ἀρχαιολογίας) ὁ  Ὠρ ἦτον ἄνδρας τῆς Μαριὰμ τῆς ἀδελφῆς Μωϋσέως. Ἀγκαλὰ καὶ ὁ Νύσσης Γρηγόριος λέγῃ ἐν τῷ περὶ Παρθενίας, ὅτι ἡ Μαριὰμ αὔτη, ἔμεινε παρθένος·  καθότι οὐδὲν ἀναφέρει ἡ Γραφὴ περὶ τοῦ, ἂν εἶχεν αὔτη ἄνδρα, ἢ ὄχι.
  1. Τὸ Τρόπαιον κατὰ τὸν Σχολιαστὴν τοῦ Ἀριστοφάνους, ἦτον τοιοῦτον· ὅταν τινὰς ἤθελε τρέψῃ καὶ νικήσῃ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ, ἔστηνε μίαν πέτραν, ἢ ἐκατασκεύαζεν ἕνα τοῖχον, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἔγραφε τὴν νίκην, ὅπου ἔκαμε κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ, διὰ να βλέπουν καὶ να ἐνθυμοῦνται αὐτὴν οἱ μεταγενέστεροι.

Ἐλέγετο οὖν ὁ τοιοῦτος τοῖχος, ἢ ἡ πέτρα, Τρόπαιον· ἐπειδὴ ἐστήνετο καὶ ἐγείρετο ἐπὶ τῇ τροπῇ, ἤγουν διὰ τὴν νίκην τῶν ἐχθρῶν. Ὁ δὲ Ζωναρὰς ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ Γ’ ἤχου τῆς Ὀκτωήχου, οὕτω λέγει «Ἔθος ἢν ἀρχαῖον τοῖς τοὺς ἐναντίους νικήσασι, δίδοσθαι τὶ σημεῖον, ὅπερ αἰρόμενον, δήλους καθιστᾲ τοὺς νικητάς. Ἐκαλεῖτο δ’ ἐκεῖνο τρόπαιον, ὡς σύμβολον τῆς ἤττης τῶν ἀντιπάλων, οἵα τρεψάντων τὰ νῶτα, καὶ εἰς φυγὴν κλινάντων οἱ γὰρ ἡττηθέντες, φεύγουσι τοὺς νικήσαντας, ἲν’ οὕτω σωτηρίαν ἐκ τῆς φυγῆς πραγματεύσωνται.

Τρόπαιον δὲ τοῦ Κυρίου καὶ σύμβολον τῆς κατὰ τοῦ Διαβόλου νίκης, εἴη ἂν ὁ Σταυρός, ὂν ἐπὶ τῶν ὤμων ᾖρεν, ἀπίων πρὸς τὸ πάθος· αὐτῷ γὰρ προσηλωθεὶς ὁ Δεσπότης καὶ θανών, τὸν θάνατον ἐνίκησε, τοῦ ᾅδου καὶ τοῦ θανάτου ἑξαναστάς». Λέγει δὲ καὶ ὁ Χρυσορρήμων «Ἀπεκδυσάμενος, φησὶν ὁ Παῦλος, τάς ἀρχὰς καὶ τάς ἐξουσίας, ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ θριαμβεύσας ἐν τῷ Σταυρῷ. Πολλά, φησί, τὸ τρόπαιον ἔχει τῆς νίκης τὰ σύμβολα· τὰ λάφυρα κρέμανται ἄνω ἐφ’ ὑψηλοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.

Καθάπερ γὰρ βασιλεὺς γενναῖος πόλεμον νακήσας χαλεπώτατον, τὸν θώρακα καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ τὰ ὅπλα τοῦ τυράννου καὶ τῶν στρατιωτῶν τῶν ἡττηθέντων ἐφ’ ὑψηλοῦ τοῦ τροπαίου τίθησιν·  οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς τὸν πόλεμον νικήσας τὸν πρὸς τὸν Διάβολον, τὰ ὅπλα αὐτοῦ πάντα, τὸν θάνατον, τὴν κατάραν ἐκρέμασεν ἐφ’ ὑψηλοῦ τοῦ Σταυροῦ, καθάπερ ἐπὶ τροπαίου τινός· ἵνα πάντες τὸ τρόπαιον βλέπωσιν, αἱ ἄνῳ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οἱ κάτω ἄνθρωποι οἱ ἐπὶ γῆς, αὐτοὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες οἱ ἡττηθέντες» (Λόγῳ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κοιμητηρίου καὶ εἰς τὸν Σταυρόν, Τόμῳ ἑ’).

  1. Τὸ μὲν σῶμα τοῦ Μωϋσέως τὸ ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν, ὀρθὸν ὄν, εἰκόνιζε τὸ ὄρθιον ξύλον τοῦ Σταυροῦ· αἱ δὲ δύο χεῖρες αὐτοῦ ἑξαπλωμέναι οὖσαι, εἰκόνιζον τὸ πλάγιον ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ὅθεν ὁ Νύσσης Γρηγόριος βαθέως καὶ γλαφυρὼς εἰις τὸν Σταυρὸν ἀλληγορεῖ τὸ εὐαγγελικὸν ἐκεῖνο λόγιον, τὸ λέγον. «Ἰῶτα ἐν, ἢ μίᾳ κεραίᾳ, οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ Νόμου» (Ματθ. ἓ’ 18) οὕτω γάρ φησιν· Ἀληθῶς γὰρ τοῖς καθορᾶν δυναμένοις, ἐν τῷ Νόμῳ μάλιστα τὸ κατὰ τὸν Σταυρὸν θεωρεῖται μυστήριον διό φησί που τὸ εὐαγγέλιον, ὅτι ἐκ τοῦ Νόμου τὸ ἰῶτα καὶ ἡ κεραία οὗ παρέρχεται· σημαῖνον διὰ τῶν εἰρημένων, τήν τε ἐκ πλαγίου γραμμὴν καὶ τὴν κάθετον (ἤτοι τὴν ὀρθήν), δι’ ὧν τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καταγράφεται· ὅπερ καὶ ἐν τῷ Μωυσὴ τότε βλεπόμενον, ὃς ἀντὶ τοῦ Νόμου νοεῖται, τροπαίου καὶ νίκης αἴτιον τοῖς ὁρῶσι καθίστατο» (Σελ. 748 τῆς Πεντατεύχου). Ὄχι μόνον δὲ ὁ ἄνθρωπος σχῆμα ἔχει σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ πουλία, σχῆμα σταυροῦ σώζουσιν, ὅταν πετῶσιν ὁμοίως καὶ τὰ ὀψάρια, ὅταν κολυμβῶσι· καὶ οἱ ὑφανταὶ σταυροειδῶς ὑφαίνουσι τὰ πανία τῶν, ἀλλὰ καὶ τὰ δένδρα καὶ τὰ φύλλα τῶν δένδρων τὰ περισσότερα σταυροειδῆ εἴναι· καὶ ὅρα περὶ τούτου τὸ προοίμιον τοῦ Δ’ λόγου εἰς τὴν Σταύρωσιν Ἰωσὴφ τοῦ Βρυεννίου ἐν τῷ β’ Τόμῳ.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Κοσμᾶ σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Επιστροφή στη σελίδα Πατρολογία – Φιλοκάλια – Άρθρα