ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΜΑΣ
IN MONTES. ANTONII IN THEBAIDE
Όσιος Σισώης ο μεγάλος
Όσιος Σισώης – Φορητή εκόνα 16ου αιώνα μ.Χ.
στό Μουσείο Ερμιταζ. Αγία Πετρούπολη. Ρωσία
Θεοῦ τεθνηκὼς πυξίῳ προσεγράφη,
Θείου Σισώης Πνεύματος τὸ πυξίον.
Βῆ δὲ Σισώης γῆθεν εἰς οὐρανὸν ἕκτῃ ἀμύμων.
Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Μέγας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπίλεκτα μέλη τῆς χορείας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐρήμου. Ο Όσιος Σισώης γεννήθηκε το 367 μ.Χ. καὶ ἀνήκει στὴν πρώτη γενιὰ μεγάλων ἀσκητῶν ποὺ ἀκολούθησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὰ ἀσκητικὰ καὶ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα χαρακτηρίζεται Ὅσιος (=ἅγιος μοναχὸς) Σισώης ἢ ἀββὰς (=πατέρας) Σισώης. Ὁ βίος του, μὲ συντομία, ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὁ Ὅσιος Σισώης ἔλαμψε μὲ τὴν πνευματική του σύνεση, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν φιλαδελφία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Χριστὸ ἀκόμη καὶ ἕνα μόνο ἁμαρτωλό. Μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν ἀναδείχτηκε ὀνομαστὸς καὶ μέγας, ἀθλητὴς τῆς πρώτης γραμμῆς, τύπος ἐγκρατείας, ἀλλὰ καὶ ψυχὴ ποὺ προσευχόταν γιὰ δικαίους καὶ ἀδίκους, πλουσίους καὶ φτωχούς, ἄρχοντες καὶ ἰδιῶτες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ γενικὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Στὴν γῆ ἦταν, ἀλλὰ ἡ ζωή του ἦταν οὐράνια. Ὑψωμένος πάνω ἀπὸ τὴν σάρκα, ποὺ χαλιναγωγοῦσε τέλεια μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν θεία κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη του μένει ὑπόδειγμα σὲ ὅσους θέλουν τὴν ἀσκητικὴ ζωή, γιὰ νὰ εἶναι γνήσιοι καὶ πραγματικοὶ ἀσκητές, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀντοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴν λάμψη τῆς ἀρετῆς.
Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Αἰγύπτιος στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου
Η παρακάτω επιγραφή τοιχογραφίας του Αγίου Σισώη, βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια του δυτικού τοίχου στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Ιερά Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας ή Μεσονησιώτισσας, στην Καστοριά, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι αγιογραφημένη το 1522 μ.Χ. από τον ιερέα και πρωτονοτάριο Ευστάθιο, έχει λευκά γράμματα στο κυανό φόντο της τοιχογραφίας και αναγράφει τα ακόλουθα :
+ ος ουδέποτε εωρακώς άν(θρωπον) /νεκρόν συμβιωτευούσης μόνης / εv τη ησύχω καί μακαρίας ερήμου, δι’ ο /λοκλήρου της ζωής αυτού, /κατά δε συγ /- κυρίαν οι /κονομικής /τυχών ηρίον, εν ω άν(θρωπ)ος τέθαπτο. Ιδών γούν /και εκπλαγείς και έκθαμ/βος γεγονώς, έφη: + ΟΡΩ CE ΤΑΦΕ ΔΕΙΛΙΩ (C)OY ΤΗΝ ΘΕΑΝ ΚΑΙ ΚΑΡΔIOCTA|ΛΑΚΤΟΝ ΔΑΚΡΥΟΝ ΧΕΩ/ΧΡΕΟC ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΦΡΙ/ΤΤΩΝ2 EIC ΝΟΥΝ ΛΑΜΒΑ /ΝΩ ΠΩC ΓΑΡ ΔΙΕΛΘΩ ΠEPAC BABAI /τοιούτον αι αι/θάνατε, τις δύναται φυγείν σε:
Ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ ὁσίου Σισώη ἕνα περιστατικὸ ἔγινε ἰδιαίτερα γνωστὸ καὶ ἀπεικονίστηκε πολλὲς φορὲς στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες: ἡ ἐπίσκεψή του στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ἐκεῖ ὁ ἅγιος συνειδητοποίησε βαθύτατα τὴν ματαιότητα τῆς γήινης δόξας καὶ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας καὶ θρήνησε γιὰ τὴν κοινὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων, τὸν θάνατο. Τότε φιλοσόφησε γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ζωή, τὰ προσωρινὰ καὶ τὰ αἰώνια. Ἡ φιλοσοφία αὐτὴ τοῦ ὁσίου Σισώη, καὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς κληρονομιᾶς, δὲν εἶναι λιγότερο ρηξικέλευθη ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ στάση τοῦ Διογένη (τὸν ὁποῖο, ὡς γνωστόν, εἶχε θαυμάσει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος). ἢ ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ὡς «μελέτη θανάτου» κατὰ τὸν Πλάτωνα.
Στὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἐπεισοδίου βλέπουμε δύο δόξες: τὴν γήινη δόξα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔγινε ταυτόχρονα Μεγάλος Βασιλιὰς (τῆς Περσίας), Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου καὶ Βασιλιὰς τῶν Ἰνδιῶν – ἀλλὰ μαράθηκε καταλήγοντας σ᾿ ἕνα τάφο – καὶ τὴν οὐράνια δόξα τοῦ ἁγίου, ποὺ εἶναι γεμάτη φῶς καὶ μένει στοὺς αἰῶνες. Παραμένει ὑπ᾿ ὄψει ὅτι ἡ θέωση (ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ καὶ ἡ πλήρης μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεῖο ὄν) ὀνομάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ «δοξασμός», δηλαδὴ φωτισμὸς (στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ λέξη δόξα ἔχει καὶ τὴν κοινὴ ἔννοια, ἀλλὰ σημαίνει καὶ φῶς). Ἔνδοξος λοιπὸν εἶναι κάθε ὁ ἅγιος καὶ ἡ εἰκόνα του προτείνει ἕνα δρόμο καὶ ἕνα παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ζωή.
Η τοιχογραφία αυτή, που βρίσκεται στο νάρθηκα της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1566 μ.Χ.), είναι έργο του ιερέα και σακελλάριου Γεωργίου (Φωτογραφία Ν. Κοντού, αλιευθείσα εκ της «Δομής»).
«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»
Святой Преподобный Сисой Великий над гробом Александра Македонского.
Роспись монастыря Кутлумуш на Святой Горе Афон.
Τοιχογραφία στην Ιερά Μονη΄Κουτλουμουσίου. Άγιον Όρος
Όσιος Σισώης
Τοιχογραφία στόν Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου στό Κουκούλι Ζαγορίου
Όσιος Σισώης –
Τοιχογαρφία στόν Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου Προδρόνου
στήν συνοικία Απόζαρι Καστοριάς
Όσιος Σισώης
Τοιχογραφία στόν Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου τής Αρχόντισσας Θεολογίνας Καστοριάς
Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Αἰγύπτιος στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου
Ὁ Ὅσιος ἐπεσκέφθη κάποτε τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅταν στάθηκε μπροστὰ καὶ ἀναλογίσθηκε τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἐνδοξώτατος αὑτὸς βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων, τὴν δόξα ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὰ κατορθώματά του στοὺς πολέμους, ποὺ τὸν ἔκαμαν ἥρωα καὶ κατακτητὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔφριξε μὲ τὴν σκέψη πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο πρόσκαιρη ἡ δόξα. Ἔκλαψε καὶ θρήνησε γιὰ τὴ ματαιότητα ὅλης αὐτῆς μιᾶς προσπάθειας ποὺ κατέλαβε ὅλη του τὴν ζωή καὶ ποὺ δὲν τοῦ προσέφερε κανένα καλὸ στὴν ψυχή του.
Οἱ μαθητὲς τοῦ ἀββᾶ Σισώη ζωγράφισαν τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα κοντὰ στὸν τάφο, καὶ ἔγραψαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:
Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;
Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στὴ θεωρία σου, καὶ χύνω δάκρυα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, φέροντας στὸν νοῦ μου τὸ χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι (δηλαδὴ τὸν θάνατον). Πῶς καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ διαβῶ τέτοιο τέλος; Αἴ, αἴ, θάνατε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σοῦ ξεφύγῃ;
Прп. Сисой.
Фреска. 1547 г. Афон (Дионисиат).
Тзортзи (Зорзис) Фука.
Οσιος. Σισώης.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1547 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Διονυσίου Άγιον Όρος
έργο τού αγιογράφου Τζώρτζη (Ζώρζης) Fuca
Прп. Сисой.
Менологий 2 – 5 июля
Византия. Греция; XIV в.; памятник:
Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 10 x 13 см.;
местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека
(Bodleian Library)
Όσιος Σισώης ο μεγάλος
Μηνολόγιο 2 – 5, Ιουλίου.
Βυζαντινή Μηνολόγιο τού 14ου αιώνα μ.Χ.
Τώρα ευρίσκεται στην Αγγλία. Οξφόρδη.
Bodleian Βιβλιοθήκη (Bodleian Library)
Στιγμὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀββᾶ Σισώη
Ἴσως κἄποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ στιγμιότυπα ἴσως ἀνήκουν στὸν βίο ἑνὸς ἄλλου ἁγίου Σισώη, ἐπίσης μοναχοῦ τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, λίγο μεταγενέστερου.
1) Ἀδελφὸς ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλο ἀδελφὸ ἦλθε πρὸς τὸν ἀββὰ Σισώη καὶ τοῦ λέγει:
– Ἀδικήθηκα ἀπὸ ἕνα ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ τὸν ἐκδικηθῶ.
Ὁ δὲ Γέρων [=πνευματικὸς διδάσκαλος, δηλαδὴ ὁ ὅσιος Σισώης] τὸν παρακαλοῦσε:
– Μή, τέκνο· ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στὸν Θεὸ τὸ ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.
Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε:
– Δὲν θὰ παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
Εἶπε δὲ ὁ Γέρων:
– Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καὶ ὁ Γέρων, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:
– Θεέ, δὲν σὲ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς· διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιὰ λογαριασμό μας.
Μόλις λοιπὸν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντος λέγοντας:
– Δὲν θὰ εἶμαι πλέον σὲ ἀντιδικία μὲ τὸν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββᾶ.
2) Ἐπισκέφθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὸν ἀββὰ Σισώη στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ἐνῷ συνομιλοῦσαν, εἶπε στὸν ἀββᾶ Σισώη:
– Δὲν ἔφθασες ἀκόμα στὰ μέτρα τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, πάτερ; Καὶ τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
– Ἐὰν εἶχα ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, θὰ γινόμουν ὅλος φωτιά, ἀλλ᾿ ὅμως γνωρίζω ἄνθρωπο ποὺ μὲ δυσκολία μπορεῖ νὰ βαστάξει τὸν λογισμό του.
3) Πειράσθηκε κάποτε ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ἀπὸ δαίμονα καὶ εἶδε ὁ Γέρων ὅτι ἔπεσε καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε, δήλωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ λέγοντας:
– Θεέ, θέλεις δὲν θέλεις, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ἐὰν δὲν τὸν θεραπεύσεις.
Καὶ ἀμέσως θεραπεύτηκε.
4) Ἀδελφὸς ἀνακοίνωσε στὸν ἀββὰ Σισώη:
– Βλέπω ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μέσα μου. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
– Δὲν εἶναι σπουδαῖο τὸ νὰ εὑρίσκεται ὁ λογισμός σου στὸν Θεό· σπουδαῖο εἶναι τὸ νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Διότι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν σωματικὸ κόπο ὁδηγεῖ στὸν τρόπο τῆς ταπεινοφροσύνης.
5) Ἐπισκέφθηκε ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος, ἐπίσκοπος Νειλουπόλεως, τὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀναχωρήσουν, πρὶν ἀρχίσουν τὴν πορεία, τοὺς ἔβαλε νὰ φάγουν τὸ πρωί, ἦταν δὲ νηστεία. Καὶ μόλις ἔστρωσαν τραπέζι, ἀδελφοὶ κρούουν τὴν θύρα. Εἶπε δὲ στὸν μαθητή του:
– Δῶσε τους λίγο τραχανᾶ, διότι ἔρχονται ἀπὸ κοπιαστικὴ πορεία. Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος:
– Ἄφησε τώρα, γιὰ νὰ μὴ εἰποῦν ὅτι ὁ ἀββὰς Σισώης τρώγει ἀπὸ τὸ πρωί. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ὁ Γέρων καὶ λέγει στὸν ἀδελφό:
– Πήγαινε, δῶσε τους. Ὅταν λοιπὸν εἶδαν τὸν τραχανᾶ, εἶπαν:
– Μήπως ἔχετε ξένους; Μήπως τρώγει καὶ ὁ Γέρων μαζί σας; Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἀδελφός:
– Ναί. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ λέγουν ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει ποὺ ἀφήσατε τὸν Γέροντα νὰ φάγει. Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι ἔχει κοπιάσει πολλὲς ἡμέρες; Καὶ τοὺς ἄκουσε ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἔβαλε μετάνοια στὸν Γέροντα λέγοντας:
– Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, ποὺ σκέφτηκα κάτι ἀνθρώπινο· ἐσὺ ὅμως ἔκαμες τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:
– Ἐὰν δὲν δοξάσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίποτε.
6) Ρώτησε ὁ ἀββὰς Ἄμμων τῆς Ραϊθοῦ τὸν ἀββὰ Σισώη:
– Ὅταν ἀναγινώσκω τὴν Γραφή, ὁ λογισμός μου θέλει νὰ συντάξει ἕνα λόγιο γιὰ νὰ τὸ ἔχω σὲ περίπτωση ἐπερωτήσεως. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
– «Οὐκ ἔστι χρεία, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς καθαρότητος τοῦ νοὸς κτῆσαι σεαυτῷ καὶ τὸ ἀμεριμνεῖν καὶ τὸ λέγειν».
7) Τρεῖς γέροντες ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββὰ Σισώη, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει σχετικὰ μὲ αὐτόν. Καὶ τοῦ λέει ὁ πρῶτος:
– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό; Κι αὐτὸς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέει ὁ δεύτερος:
– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ ἀπὸ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; Κι οὔτε τώρα ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέγει ὁ τρίτος:
– Πάτερ, τί νὰ κάνω ποὺ μὲ σκοτώνει ἡ μνήμη τοῦ πηκτοῦ σκότους; Ἀποκρινόμενος δὲ ὁ Γέρων τοὺς εἶπε:
– Ἐγὼ δὲν θυμοῦμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· διότι, καθὼς εἴναι φιλεύσπλαγχνος ὁ Θεός, ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ ἐλεήσει.
Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο οἱ γέροντες ἔφυγαν λυπημένοι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γέρων δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας πρὸς αὐτοὺς εἶπε:
– Εἶσθε μακάριοι, ἀδελφοί, διότι σᾶς ἐζήλευσα. Ὁ πρῶτος σας εἶπε γιὰ τὸν πύρινο ποταμό, ὁ δεύτερος γιὰ τὸν τάρταρο καὶ ὁ τρίτος γιὰ τὸ σκότος. Ἐὰν λοιπὸν ὁ νοῦς σας κυριαρχεῖ σὲ τέτοια μνήμη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσετε. Τί νὰ κάνω ἐγὼ ὅμως ὁ σκληρόκαρδος ποὺ δὲν ἀφήνομαι, οὔτε νὰ γνωρίσω ὅτι ὑπάρχει κόλαση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἁμαρτάνω κάθε ὥρα;
Καὶ μετανοημένοι τοῦ εἶπαν:
– Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καὶ εἴδαμε [δηλαδὴ ἐννοοῦσαν ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι τόσο ταπεινὸς καὶ ἐνάρετος, ὅσο λένε γι᾿ αὐτόν].
8) Ἐρώτησε ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τὸν ἀββὰ Σισώη:
– Σὲ πόσο χρόνο πρέπει νὰ ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τὰ πάθη; Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
– Τοὺς χρόνους θέλεις νὰ μάθεις; Λέγει ὁ ἀββὰς Ἰωσήφ:
– Ναί. Λέγει λοιπὸν ὁ Γέρων:
– Ὅποια ὥρα ἔρχεται τὸ πάθος, ἀμέσως κόψε το.
9) Ἦρθαν κάποτε μερικοὶ Ἀρειανοὶ (ὀπαδοὶ τῆς αἵρεσης τοῦ ἀρειανισμοῦ) στὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, καὶ ἄρχισαν νὰ κατακρίνουν τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὁ δὲ Γέρων δὲν τοὺς ἀποκρίθηκε τίποτε καὶ ἀφοῦ φώναξε τὸν μαθητή του, εἶπε:
– Ἀβραάμ, φέρε μου τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διάβασέ το. Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ σιωποῦσαν, ἀποκαλύφθηκε ἡ αἵρεσή τους. Καὶ τοὺς ἀπέλυσε εἰρηνικά.
10) Ἦρθε κάποτε ὁ ἀββὰς Ἀμμοῦν ἀπὸ τὴν Ραϊθοῦ στὸ Κλύσμα γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀββὰ Σισώη. Καὶ βλέποντάς τον στενοχωρημένο ποὺ ἄφησε τὴν ἔρημο τοῦ λέγει:
– Τί στενοχωρεῖσαι, ἀββᾶ; Διότι τί μποροῦσες πλέον νὰ κάνεις στὴν ἔρημο τώρα ποὺ γέρασες τόσο; Ὁ δὲ Γέρων κοιτάζοντάς τον μὲ δυσαρέσκεια λέγει:
– Τί μοῦ λέγεις, Ἀμμοῦν; Δὲν μοῦ ἀρκοῦσε τάχα μόνη ἡ ἐλευθερία τοῦ λογισμοῦ μου στὴν ἔρημο;
11) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:
– Ὅταν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ σὲ φροντίζει, δὲν πρέπει νὰ τὸν διατάσσεις.
12) Ἦρθαν κάποτε Σαρακηνοὶ καὶ κατάκλεψαν τὸν Γέροντα καὶ τὸν ἀδελφό του. Καὶ ὅταν αὐτοὶ βγῆκαν στὴν ἔρημο γιὰ νὰ βροῦν κάτι φαγώσιμο, βρῆκε ὁ Γέρων κόπρανα καμήλων καὶ σπώντας τα βρῆκε μέσα σπόρους κριθαριοῦ· ἔτρωγε δὲ ἕνα σπόρο καὶ τὸν ἄλλο ἔβαζε στὸ χέρι του. Ὅταν δὲ ἐρχόμενος ὁ ἀδελφός του τὸν βρῆκε νὰ τρώγει, τοῦ λέγει:
– Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅτι βρῆκες φαγώσιμο καὶ τὸ τρώγεις μόνος σου καὶ δὲν μὲ φώναξες; Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:
– Δὲν σὲ ἀδίκησα, ἀδελφέ, ἰδοὺ τὸ μερίδιό σου, τὸ κράτησα στὸ χέρι μου.
13) Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ τὸν ἀββὰ Σισώη τοῦ Καλαμῶνος, ὅτι θέλοντας κάποτε νὰ νικήσει τὸν ὕπνο, κρεμάσθηκε ἀπὸ τὸν κρημνὸ τῆς Πέτρας· καὶ ἦλθε ἄγγελος ποὺ τὸν ἔλυσε καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ μὴ κάνει πλέον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οὔτε σὲ ἄλλους νὰ ἀφήσει τέτοια παράδοση.
14) Ἐρώτησε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸν ἀββὰ Σισώη:
– Ἐὰν κάθομαι στὴν ἔρημο καὶ ἔλθει βάρβαρος ποὺ θέλει νὰ μὲ φονεύσει καὶ τὸν καταφέρω, νὰ τὸν φονεύσω; Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέρων:
– Ὄχι, ἀλλὰ παράδωσέ τον στὸν Θεό. Διότι ὅποιος πειρασμὸς ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ λέγει, τοῦτο συνέβηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ὁποιοδήποτε δὲ ἀγαθό, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
15) Ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη τὸν Θηβαῖο:
– Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Καὶ λέγει:
– Τί ἔχω νὰ σοῦ πῶ; Ὅτι τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναγινώσκω καὶ στὴν Παλαιὰ γυρίζω.
16) Ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕνα γέροντα:
– Τί νὰ κάνω ποὺ θλίβομαι γιὰ τὸ ἐργόχειρο; Διότι ἀγαπῶ τὸ πλεκτό, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐργασθῶ. Λέγει ὁ Γέρων:
– Ὁ ἀββὰς Σισώης ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἱκανοποιεῖ.
17) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:
– Νὰ ἐξουδενωθεῖς, νὰ βάλεις τὸ θέλημά σου πίσω καὶ νὰ γίνεις ἀμέριμνος καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση.
18) Ἀδελφὸς ἐρώτησε τὸν ἀββὰ Σισώη:
– Τί νὰ κάνω γιὰ τὰ πάθη; Καὶ λέγει ὁ Γέρων:
– Ὃ καθένας μας πειράζεται ἀπὸ τὴν δική του ἐπιθυμία.
19) Ἀδελφὸς παρεκάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη:
– Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Αὐτὸς δὲ εἶπε:
– Τί μὲ ἀναγκάζεις νὰ φλυαρήσω; Ἰδού, ὅ,τι βλέπεις, κάνε το.
Минея - Июль (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии. Μηναίο - Ιούλιος (τεμάχιο). Εικονίδιο. Russ. Αρχές 17ου αιώνα στήν. Εκκλησία καί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.
Ἐλπίδα καὶ στήριξη στὸν ἁμαρτωλό
Ἕνας μοναχὸς ἐξομολογήθηκε στὸν ἀββὰ Σισώη:
«Ἔπεσα πάτερ. Τί νὰ κάνω;»
«Σήκω», τοῦ εἶπε, μὲ τὴν χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ ἅγιος Γέροντας.
«Σηκώθηκα ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία», ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
«Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;»
«Ὡς πότε ἀββᾶ;», ρώτησε ὁ ἀδελφός.
«Ἕως ὅτου νὰ σὲ βρῇ ὁ θάνατος, ἢ στὴν πτώση, ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο ὅπου εὕρω σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε; Μόνο εὔχου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμή, σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια», τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀββὰς Σισώης.
Прп. Сисой. Миниатюра. Афон (Иверский м-рь). Конец XV в.
C 1913 года в Российской Публичной
(ныне Национальной) библиотеке в Санкт-Петербурге.
Οσιος.Σισώης. Μικρογραφία τού τέλους του 15ου αιώνα μ.Χ.
από τήν Ἱερά Μονή Ιβήρων
στο ρωσικό Δημόσιο (σήμερα Εθνική) Βιβλιοθήκη στην Αγία Πετρούπολη.
Ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ ὁσίου περὶ θανάτου
Τρία πράγματα μὲ συγκλονίζουν, ἀδελφοί, ἔλεγε ὁ ἀββὰς Σισώης:
1. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
2. Ἡ ἐμφάνισή μου ἐνώπιόν του ἀδεκάστου Κριτοῦ. Καὶ
3. Ἡ ἐναντίον μου καταδικαστικὴ ἀπόφαση.
мощи преподобного Сисоя Великого
λείψανα του Αγίου Σισώη του Μεγάλου
Τὸ ἐπίγειο τέλος τοῦ ὁσίου Σισώη
Ἔλεγαν περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει, καὶ ἐνῷ εὑρίσκονταν οἱ πατέρες τῆς σκήτης γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ εἶπε στοὺς παρευρισκομένους ὅτι: «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἦλθε». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο εἶπε: «νά ὁ χορὸς [=ὁμάδα] τῶν Προφητῶν ἦλθε». Καὶ πάλιν τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο καὶ εἶπε: «νά ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἦλθε». Καὶ διπλασιάστηκε ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου του καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ μὲ κάποιους. Τότε τὸν ρώτησαν οἱ πατέρες: «μὲ ποιὸν ὁμιλεῖς πάτερ»; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή μου καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μετανοήσω».
Καὶ λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ πατέρες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη μετανοίας πάτερ». Καὶ τοὺς ἀπάντησε ὁ ἀββὰς Σισώης: «ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι δὲν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή»! Καὶ ἐγνώριζαν πάντες ὅτι ἦταν τέλειος. Καὶ πάλι ξαφνικὰ ἔγινε τὸ πρόσωπό του ὁλόλαμπρο καὶ ἐφοβήθηκαν ὅλοι, ποὺ ἦσαν κοντά του, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Βλέπετε ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει, φέρετέ μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου», καὶ ἀμέσως παρέδωσε ὁ Γέρων τὸ πνεῦμα καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλί του ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία.* Ο Όσιος Σισώης εκοιμήθη το 429 μ.Χ.
Строгановский иконописный лицевой подлинник. 6 июля (фрагмент). Русь. Конец XVI – начало XVII в. (издан в Москве в 1869 году). В 1868 году принадлежал графу Сергею Григорьевичу Строганову.
Stroganov εικονίδιο-το πρωτότυπο του προσώπου. 6η Ιουλίου (τεμάχιο). Russ. Το τέλος του 16ου – η αρχή του 17ου αιώνα. (Δημοσιεύθηκε στην Μόσχα το 1869). Το 1868 ανήκε Count Σεργκέι Γ Stroganov.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ παιδὸς γεωργήσας ζωὴν τὴν κρείττονα, τῶν κατ’ αὐτῆς ἐνεπλήσθης θεουργικῶν ἀγαθῶν, τῶν Ἀγγέλων μιμητὰ Σισώη Ὅσιε, ὅθεν ὡς ἥλιος λαμπρός, ἀπαυγάζεις τηλαυγῶς, ἐν ὥρᾳ τῆς σῆς ἐξόδου, δηλοποιῶν τὴν σὴν δόξα, καὶ καταλάμπων τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Σισώη· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἁμαρτίας ἀκάνθας κατεπυρπόλησας, τῷ πυρὶ ἐγκρατείας καὶ χαμευνίας στεῤῥᾶς, καὶ πρὸς φῶς τὸ νοητὸν, μετῆλθες ὅσιε. Ὅθεν Σισώη τοῖς χοροῖς, τῶν Ἀγγέλων συνοικεῖς, καὶ χαίρων ἀεὶ πρεσβεύεις, τῷ Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν πίστει, ἐπιτελούντων τὴν σὴν μνήμην λαμπρῶς.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει ἄγγελος ἐν γῇ ὡράσθης, καταυγάζων Ὅσιε, τὰς διανοίας τῶν πιστῶν, θεοσημείαις ἑκάστοτε· ὅθεν σε πάντες, Σισώη γεραίρομεν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἀσκητὴν τῆς ἐρημίας τὸν περίδοξον, Αἰγύπτου γόνον Ἀντωνίου τὸν συνόμιλον, καὶ ὡράϊσμα ἁπάντων τῶν μονοτρόπων, ταπεινώσεως τὸ σκεῦος τὸ πολύτιμον, τὸν Σισώην ἐν ᾠδαῖς ἀνευφημήσωμεν, ἀνακράζοντες· Χαίροις, Πάτερ τρισόλβιε.
Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τετρωμένος τοῦ Χριστοῦ τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐνασκήσεως τρίβους, περιχαρῶς διέδραμες Σισώη κλεινέ· ὅθεν καὶ διέλαμψας, ὡς ἀστὴρ φωτοφόρος, δαδούχων διδάγμασι, καὶ σοφία σου πάντας, τοὺς φοιτητάς σου σκεῦος ἐκλεκτόν, τῆς κατοικούσης, ἐν σοι θείας χάριτος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Σαρκὸς τὰς ἡδονάς, ἐγκρατείας τῷ τόνῳ, ἐνέκρωσας σοφέ, ἀρετῶν ἐμμελείᾳ· διὸ ταῖς ἀναβάσεσιν, αὐξανόμενος ἄριστα, Πάτερ ἔφθασας, πρὸς τὴν οὐράνιον τρίβον, καὶ παρίστασαι, ἀεὶ Χριστῷ σὺν Ἀγγέλοις, Σισώη Πατὴρ ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι τὴν σεπτήν σου, πολιτείαν ἰδόντες, Σισώη ἐξεπλάγησαν ὄντως· ὡς ἀσώματος γὰρ ἐν τῇ γῇ, βιοτεύσας πᾶν χαμαιτυπὲς φρόνημα, εὐχόμενος ἐδίωξας· διὸ σοι ἐκβοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ οὗ ὁ Χριστὸς ὑμνήθη·
χαῖρε, δι᾿ οὗ ὁ σατὰν ἐτρώθη.
Χαῖρε, Ἀντωνίου τοῦ θείου ὁμότροπος·
χαῖρε, τῶν ἐρήμου Ὁσίων ὁμόσκηνος.
Χαῖρε, ὕψος δυσθεώρητον ἀρετῶν πνευματικῶν·
χαῖρε, κῆπος εὐωδέστατος θεοσδότων δωρεῶν.
Χαῖρε, ἄνθος Αἰγύπτου ἀποπνέον σοφίαν·
χαῖρε, στῦλος τιμίας ἐν Χριστῷ πολιτείας.
Χαῖρε, κανὼν στεῤῥᾶς ἐνασκήσεως·
χαῖρε, λειμὼν ἐνθέου φρονήσεως.
Χαῖρε, γλυκὺ καὶ γαλήνιον ὄμμα·
χαῖρε, λαμπρὸν ταπεινώσεως στέμμα.
Χαίροις, Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον
Μνήμην τοῦ θανάτου διηνεκῶς, μελετῶν Σισώη, κατεμάρανας τὰς ὁρμάς, καὶ πρὸς ἀναβάσεις, αἰρόμενος μεγίστας, τοῦ οὐρανίου κάλλους, χαίρων ἀπήλαυσας
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δειλιῶν καὶ τρέμων ὁ Ἀσκητής, τάφῳ Ἀλεξάνδρου, Βασιλέως ποτὲ τρανοῦ, τοῦ καιροῦ τὸ ῥέον, καὶ πρόσκαιρον τῆς δόξης, ἐξίσταται Σισώης, θαυμάζων καὶ θρηνῶν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Νέκρωσιν Σισώη ζωοποιόν, παθῶν τῇ ἐκδύσει, ἐνδυσάμενος ὁλικῶς, νεκροὺς ὡς ἐξ ὕπνου, τῷ ἱερῷ σου λόγῳ, ἐξήγειρας νεκρώσας, τὸν παναλάστορα.
Ο Όσιος Σισώης ενώπιον του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ορθόδοξη αγιογραφία
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Πρόλογος
Η εικονογράφηση του Οσίου Σισώη ενώπιον του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτελεί μία παράσταση της μεταβυζαντινής αγιογραφίας. Στο παρόν άρθρο προσπαθούμε να κάνουμε μία εικονογραφική, θεολογική και ιστορική εξέταση του θέματος. Ενώ, κυρίως στην τελευταία ενότητα, αναφερόμαστε στη σημασία της ως ένα από τα μυριάδες στοιχεία της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Περιγραφή της εικονογραφικής παραστάσεως
Ο Όσιος Σισώης αγιογραφείται σε γεροντική ηλικία με λευκά μαλλιά και λευκά σχετικά κοντά, αλλά πλατιά γένια1. Είναι ενδεδυμένος χιτώνα και μανδύα με το μοναχικό κουκούλιο μόλις να διακρίνεται πίσω από την κεφαλή του. Φοράει μπροστά του το μοναχικό του σχήμα, και το εξωτερικό του ένδυμα συγκρατεί στο ύψος του στήθους κυκλικό κομβίο. Κάποιες φορές στο στήθος του Αγίου κρέμεται μικρός σταυρός. Συνήθως βρίσκεται γονυπετής μπροστά σε ανοιχτό τάφο. Σπανιότερα βρίσκεται όρθιος ή με ημικεκαμμένα τα γόνατα. Οι παλάμες του είναι ανοικτές σε στάση δεήσεως, αλλά προπαντός εκπλήξεως και αμηχανίας ενώπιον της θέας του τάφου και του ανθρωπίνου σκελετού. Σε κάποιες περιπτώσεις οι παλάμες είναι σε μια διερωτητική χειρονομία θέλοντας να τονισθεί το μέγεθος της δυσκολίας του κάθε ανθρώπου να κατανοήσει το μυστήριο του θανάτου. Το βλέμμα του είναι στραμμένο προς το εσωτερικό του τάφου, που φαίνεται ανοιχτός μπροστά του. Το πρόσωπό του εκφράζει θλίψη και περίσκεψη με τόση εκφραστικότητα, έτσι ώστε να αντανακλά όλα όσα είναι γραμμένα στην επιγραφή. Ο αγιογράφος προσπαθεί να αποδώσει στην όψη του ασκητού την έκφραση εκείνη που θα αντικατοπτρίζει την περισυλλογή του πάνω στη ματαιότητα των εγκοσμίων και τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της κοσμικής δόξας, όσο λαμπρή και ένδοξη κι αν φαίνεται προσωρινά. Η κεφαλή του Αββά Σισώη περιβάλλεται φυσικά από το φωτοστέφανο της αγιότητας και είναι ημιεστραμμένη προς τα δεξιά και άλλοτε προς τ’ αριστερά, αναλόγως της κατεύθυνσης που έχει “τοποθετήσει” ζωγραφικά ο αγιογράφος το κρανίο του νεκρού Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο τάφος αποτελεί μια παραλληλογράμμου σχήματος μαρμάρινη σαρκοφάγο. Μέσα της βρίσκεται ανθρώπινος σκελετός, που ανήκει, σύμφωνα με την επιγραφή, στον Μέγα Αλέξανδρο. Το εσωτερικό του τάφου χρωματίζεται μαύρο, για να δηλώσει τον Άδη. Σπάνια πάνω από το κρανίο του νεκρού ζωγραφίζεται βασιλικό στέμμα, για να τονίσει το βασιλικό αξίωμα που κατείχε ο νεκρός, ή εξωτερικά υπάρχουν περικεφαλαία και ασπίδα, για να υπενθυμίσει το ότι υπήρξε μέγας στρατηλάτης. Το κρανίο είναι συνήθως – στις πιο επιτυχημένες εξ αυτών αγιογραφίες – ελαφρά στραμμένο προς τον ατενίζοντα την εικονογραφική αυτή παράσταση σαν να τον κοιτάζει2. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση μιας φορητής εικόνας του 17ου αιώνα με ελληνική επιγραφή, όπου ο σκελετός του βασιλέως Αλεξάνδρου είναι σε στάση σαν να προσπαθεί να ανασηκωθεί, το δε κρανίο του κοιτάζει τον Όσιο και το στόμα του είναι ανοικτό σαν να διαλέγεται μαζί του3. Επίσης άλλη μία αξιοσημείωτη εξαίρεση παρουσιάζεται σε μια μόνο τοιχογραφία – αυτή που βρίσκεται εξωτερικά του δυτικού τοίχου του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας στην Καστοριά4 – μέσα στη λάρνακα μαζί με το σκελετό του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπάρχουν άλλοι δύο, ένας δεξιά του κι ένας αριστερά του, ίσως για να τονισθεί το “χρέος το κοινό” του θανάτου.
Το φόντο πίσω από τις μορφές είναι συνήθως κενό και χρωματισμένο σε σκούρους χρωματισμούς μπλε, πράσινο, μαύρο. Συνήθως στις φορητές εικόνες το φόντο είναι χρυσό. Άλλοτε όμως περιλαμβάνει άγρια βραχώδη βουνά ή εντελώς γυμνά ή με ξερούς κορμούς δέντρων5.
Το θεολογικό της μήνυμα
Ο Κύριος στην επί του Όρους Ομιλία Του μας επισημαίνει: “Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού” (Μτθ.6,32). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό “κατ’ εικόνα” Του με στόχο να επιτύχει το “καθ’ ομοίωσιν”, τη θέωση. Περαστικός είναι ο άνθρωπος από την επίγεια ζωή και τίποτε πιο βέβαιο συμβάν δεν υπάρχει σ’ αυτήν από τον σωματικό θάνατο. “Τι ουν παράδοξον, ει απέθανεν ο θνητός;” αναρωτιέται ο Μέγας Βασίλειος6. Δυστυχώς όμως τα διάφορα θέλγητρα της ζωής, ως άλλες ομηρικές “σειρήνες”, αποσπούν την προσοχή του ανθρώπου από τη Βασιλεία των Ουρανών και “αλυσοδένουν” τον άνθρωπο στη γη και στην υλική πραγματικότητα. Έτσι ενεργούν οι περισσότεροι σαν να μη υπάρχει τίποτε το πνευματικό, ούτε ψυχή, ούτε Θεός, ούτε κόλαση και παράδεισος. Ο άνθρωπος ζαλισμένος από το εναγώνιο κυνηγητό της δόξας, του πλούτου, των τιμών, των ηδονών θέλει να ζει σαν να μην υπάρχει θάνατος. Λησμονεί ότι ο χρόνος κυλά. Αντί να τον αξιοποιεί, για να τρέξει προς τη Ζωή και την Ανάσταση, δηλαδή τον Χριστό, τρέχει προς τον θάνατο, δηλαδή τον πνευματικό θάνατο. Και όμως μας ρωτάει με παράπονο ο Χριστός: “Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, αλλά ζημιωθή την ψυχήν αυτού;” (Μρκ.8,36)
Ο πραγματικός Χριστιανός οφείλει να διατηρεί και να καλλιεργεί “μνήμη θανάτου”. Ο παρών βίος πρέπει να είναι μελέτη θανάτου, μας συμβουλεύει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος7. Γιατί; Τι θα με ωφελήσει να έχω τέτοιες σκέψεις, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Γιατί “ουδείς μνήμην θανάτου εγνωκώς δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ” απαντάει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης8. Στην εφήμερη ζωή, όπως μας διδάσκουν και οι Ευαγγελικές παραβολές του κρυμμένου θησαυρού (Μτθ.13,44) και του πολύτιμου μαργαρίτη (Μτθ.13,45 – 46), πρέπει να ιεραρχούμε σωστά τις επιδιώξεις μας. Διότι, όπως μας τονίζει κι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: “Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. ου παραμένει πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα. επελθών γαρ ο θάνατος, πάντα ταύτα εξηφάνισθαι…”9. Ο δε φωστήρ της Καισαρείας, ο Άγιος Βασίλειος, μας νουθετεί σχετικά: “Καυχάσαι για τα πλούτη σου και υπερηφανεύεσαι για τους προπάτορές σου; Και χαίρεσαι για την πατρίδα σου και για τη σωματική σου ομορφιά και για τις τιμές που σου αποδίδουν όλοι; Να προσέχεις τον εαυτό σου, γιατί είσαι θνητός, διότι είσαι χώμα και θα επιστρέψεις στο χώμα.”10
Η Εκκλησία μέσα από την εικονογραφία της – αυτό “το οπτικό Ευαγγέλιο” και τα “βιβλία των αγραμμάτων” – διδάσκει, ποιμαίνει και καθοδηγεί ψυχές. Στην εικονογραφική παράσταση του Οσίου Σισώη, ο οποίος σκεπτικός και θλιμμένος ατενίζει τον γυμνό σκελετό του βασιλέως των Ελλήνων Μεγάλου Αλεξάνδρου, συνοψίζεται με τον χρωστήρα του αγιογράφου όλη η παραπάνω Ευαγγελική και Πατερική διδασκαλία. Ο άνθρωπος που βλέπει τη συγκεκριμένη εικόνα καλείται μαζί με τον ερημίτη Άγιο να αναλογισθεί πάνω στο μεγαλύτερο όλων των ανθρωπίνων προβλημάτων, αυτό του θανάτου. Και παράλληλα να προβληματισθεί πάνω στο φευγαλέο της δόξας, του πλούτου, της νεότητας, της ομορφιάς και της γενναιότητας.
Όλα αυτά τα είχε ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά δε στάθηκαν ικανά να τον εξαιρέσουν από την κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, τον σωματικό θάνατο. Πολύ δίκαια ονομάσθηκε ο βασιλεύς της Μακεδονίας και “στρατηγός αυτοκράτωρ” των Ελλήνων, Αλέξανδρος ο Γ΄ (336 – 323 π.Χ.), από την ιστορία Μέγας, τόσο για τη στρατηγική του μεγαλοφυΐα, ιδίως όμως για το εκπολιτιστικό του έργο. Αλλά και γιατί έγινε όργανο της θείας Πρόνοιας στο σχέδιο της θείας οικονομίας11. Μέγας λοιπόν ο Αλέξανδρος, αλλά Μέγας και ο Σισώης και μάλιστα Μέγας για τα κατά Θεόν κριτήρια. Συνεπώς η αγιότητα έχει το προβάδισμα.
Το όλο μήνυμα της εικόνας δεν είναι ούτε απαισιόδοξο, ούτε μοιρολατρικό, ούτε νοσηρό. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς ο φόβος για τον θάνατο δεν αρμόζει στον Χριστιανό. Είναι για “τους μη έχοντας ελπίδα” (Α΄ Θεσ. 4,13). Όπως πολύ παραστατικά γράφει ο μακαριστός Στέργιος Σάκκος : ” Ένα πέρασμα σοβαρό αλλά όχι καταλυτικό είναι ο θάνατος. Είναι, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, ένα ξεδοντιασμένο φίδι. Έχασε το δηλητήριό του από την ώρα που πέρασε τοκατώφλι του ο Ιησούς Χριστός. Η μνήμη του είναι ο καλύτερος οδηγός για μία ζωή συνετή, ταπεινή αλλά και γεμάτηελπίδα.”12
Ίσως ένα από τα καλύτερα ερμηνευτικά σχόλια που υπάρχουν για την συγκεκριμένη εικόνα είναι τα παρακάτω λόγια του Φώτη Κόντογλου: “Τον καιρό που πλάκωσε το γένος μας η μαύρη σκλαβιά του Τούρκου … Τότες ζωγραφίσανε για πρώτη φορά τον Αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μεγ’ Αλέξαντρου, να στέκεται εξεστηκώς, με τα χέρια του ανοιχτοπάλαμα, με δάκρυα στα μάτια, θρηνώντας για την καταδίκη που έχει απάνω του ο άνθρωπος να πιεί το πικρό ποτήρι του θανάτου, όποιος κι αν είναι, βασιλιάς ή στρατιώτης, πλούσιος ή φτωχός, δίκαιος ή αμαρτωλός. Κυττάζει μέσα στον τάφο το φριχτό σκέλεθρο π’ απόμεινε από τον Μεγ’ Αλέξαντρο, τον βασιλέα τον κοσμοξακουσμένον για την αντρεία του, για τη διάνοιά του, για την ομορφιά του, που ήτανε στολισμένος με κάθε χάρη της ψυχής και του κορμιού. Λοιπόν, αυτό το σιχαμερό σκιάχτρο απόμεινε απ’ όλη κείνη τη δόξα που προσκυνούσε ο κόσμος! Αυτά τα κιτρινισμένα κόκκαλα ήτανε τυλιγμένα στη διαμαντοκέντητη πορφύρα, αυτά φορούσανε τα χρυσά τ’ άρματα! Τούτη η νεκροκεφαλή με τις βαθειές ματότρυπες που βγαίνανε από μέσα τους τα σκουλήκια, φορούσε τη βασιλικά κορώνα της οικουμένης! Ω! Φοβερή είναι η κατάρα του θανάτου κι η μονάχη ελπίδα είναι η πίστη του Χριστού!”13
Που την συναντούμε
Η εικονογραφική αυτή παράσταση ως επί το πλείστον συναντάται σε τοιχογραφίες, κυρίως στο νάρθηκα των εκκλησιών14, όπου βρίσκονται και τα παραπλήσια θέματα, όπως το Προπατορικό αμάρτημα, η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, η ρίζα Ιεσσαί κλπ. Με βάση την έρευνα που κάναμε και η οποία στηρίχθηκε στη βιβλιογραφία που ήταν σε μας προσβάσιμη, σε πληροφορίες από το διαδίκτυο, καθώς και σε επιτόπιες επισκέψεις – η οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ολοκληρωμένη – συναντήσαμε την εν λόγω αγιογραφία σε 21 ναούς και 2 μοναστηριακές τράπεζες, με χρονολογίες αγιογραφήσεως που εκτείνονται από τον 16ο αιώνα έως και τις αρχές του 19ου αιώνα. 15
Από τα στοιχεία που συλλέξαμε φαίνεται να είναι πιο συχνή η παρουσία της στα Καθολικά των Μονών. Γεγονός εντελώς συμβατό, αν αναλογισθούμε ότι ο μοναχός αποτάσσεται κάθε εγκόσμια δόξα, εγκολπώνεται την αρετή της ακτημοσύνης και πρέπει να διατηρεί ισοβίως μνήμη θανάτου. Συνεπώς ο κάθε δόκιμος, ο κάθε μικρόσχημος ή μεγαλόσχημος μοναχός με τη θέα της αγιογραφικής αυτής σκηνής υπομιμνήσκεται διαρκώς τα διδάγματα του προ αυτού ασκήσαντος τη μοναχική πολιτεία Αββά Σισώη. Αλλά και σε ευάριθμες περιπτώσεις την εντοπίζουμε σε ενοριακούς ναούς, καθώς και εξωκκλήσια σε πόλεις και χωριά σε όλο τον ελλαδικό και κυπριακό χώρο, αφού ο διδακτικός και ηθοπλαστικός της χαρακτήρας απευθύνεται εξίσου και στους λαϊκούς.
Όμως παρουσιάζεται και στις μοναστηριακές Τράπεζες, δηλαδή στο χώρο της καθημερινής εστιάσεως των μοναχών στα κοινόβια μοναστήρια. Οι μοναχοί λαμβάνουν εκεί την υλική τροφή τους, η οποία συνοδεύεται από την ακρόαση πνευματικών αναγνωσμάτων. Αυτά, σε συνδυασμό και με την θέαση τοιχογραφιών – όπως αυτή του Αγ. Σισώη – παρακινούν τον μοναχό να μην μένει προσκολλημένος στα υλικά αγαθά, τα οποία παρέρχονται με τον θάνατο, και ν’ αποφεύγει τα ψυχοκτόνα πάθη, όπως αυτό της γαστριμαργίας.
Αλλά και σε φορητές εικόνες συναντούμε ακριβώς την ίδια εικονογραφική παράσταση, όπως και αυτή των τοιχογραφιών με την ίδια διάταξη και τις ίδιες μορφές, όπως προαναφέραμε, μηδέ της σχετικής επιγραφής παραλειπομένης. 16
Στη σχετική έρευνά μας εντοπίσαμε τη σπάνια περίπτωση της ύπαρξης της εξεταζόμενης εικονογραφικής παραστάσεως και σε Βημόθυρα. Αυτή βρίσκεται στο κάτω δεξιό τμήμα βημοθύρων της Ωραίας Πύλης προερχόμενα από το κατεδαφισμένο σήμερα εκκλησάκι του Αγίου Προκοπίου του 1548 στη Μονή Γουβερνέτου στην Κρήτη. Η περίοπτη θέση της δικαιολογείται από τη χρήση του ναΐσκου ως κοιμητηριακού.17
Φυσικά η εν λόγω αγιογραφία συνέχισε να ιστορείται και στα κατοπινά χρόνια (19ος αιώνας με αρχές του 20ού αιώνα), αν και κάπως αραιότερα και εν πολλοίς με δυτικότροπη τεχνική. Αξίζει ν’ αναφέρουμε από τις νεώτερες, τις υπέροχες τοιχογραφίες που αγιογράφησε ο αναβιωτής της βυζαντινής αγιογραφίας, ο Φώτης Κόντογλου, όπως αυτή του 1951 στον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Παιανία, δίνοντας έτσι το έναυσμα και σε σύγχρονους αγιογράφους να τον ακολουθήσουν και να τη συμπεριλάβουν ξανά στον ιστορικό εικονογραφικό κύκλο τοιχογραφήσεως των ναών από τον οποίο είχε σχεδόν λησμονηθεί.
Οι επιγραφές της
Πάντοτε στο φόντο – βάθος της τοιχογραφίας ή της φορητής εικόνας υπάρχει και σχετική επιγραφή, η οποία περιέχει τους λόγους που αναφώνησε κατά την παράδοση ο Όσιος Σισώης στη θέα του τάφου. Ενδεικτικά αναφέρουμε το κείμενο μερικών επιγραφών:
Α) Η παρακάτω επιγραφή τοιχογραφίας του Αγίου Σισώη, βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια του δυτικού τοίχου στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά. Είναι αγιογραφημένη το 1522 από τον ιερέα και πρωτονοτάριο Ευστάθιο, έχει λευκά γράμματα στο κυανό φόντο της τοιχογραφίας και αναγράφει τα ακόλουθα :
+ ος ουδέποτε εωρακώς άν(θρωπον) /νεκρόν συμβιωτευούσης μόνης / εv τη ησύχω καί μακαρίας ερήμου, δι’ ο /λοκλήρου της ζωής αυτού, /κατά δε συγ /- κυρίαν οι /κονομικής /τυχών ηρίον, εν ω άν(θρωπ)ος τέθαπτο. Ιδών γούν /και εκπλαγείς και έκθαμ/βος γεγονώς, έφη: + ΟΡΩ CE ΤΑΦΕ ΔΕΙΛΙΩ (C)OY ΤΗΝ ΘΕΑΝ ΚΑΙ ΚΑΡΔIOCTA|ΛΑΚΤΟΝ ΔΑΚΡΥΟΝ ΧΕΩ/ΧΡΕΟC ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΦΡΙ/ΤΤΩΝ2 EIC ΝΟΥΝ ΛΑΜΒΑ /ΝΩ ΠΩC ΓΑΡ ΔΙΕΛΘΩ ΠEPAC BABAI /τοιούτον αι αι/θάνατε, τις δύναται φυγείν σε: — 18
Β) Η επιγραφή στην παράσταση του Αγίου Σισώη, που βρίσκεται στον δυτικό τοίχο της λιτής – εσωνάρθηκα της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, αγιογραφημένη το 1566 από τον ιερέα και σακελάριο Θηβών Γεώργιο και τον αδελφό του Φράγκο Κονταρή, αναγράφει τα ακόλουθα:
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ.
ΟΡΩΝ Ο ΜΕΓ(ΑΣ) ΕΝ ΑΣΚΗΤΑΙΣ / ΣΙΣΩΗΣ ΑΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙ / ΛΕΩΣ ΕΛΛΗΝ(ΩΝ) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ / ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙ ΛΑΜ / ΨΑΝΤ(ΟΣ) ΕΝ ΔΟΞΗ ΦΡΙΤΤΕΙ / ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΑΤΟΝ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΚΑΙ Τ(ΗΣ) ΔΟΞΗΣ ΤΟΥΤΩΝ / ΠΡΟΣΚΑΙ(ΡΩΝ) ΛΥΠΗΘΕΙΣ, ΙΔΟΥ ΚΛΑΙΕΙ: ΑΙ, ΑΙ / ΘΑΝΑΤΕ, ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΕ ΦΥΓΕΙΝ ΣΕ ;
Γ) Η επιγραφή της τοιχογραφίας του Αγίου Σισώη, που βρίσκεται στον ναό του Αγίου Νικολάου της Θεολογίνας, στην συνοικία Μουζαβίκη της Καστοριάς, ιστορημένη το 1663 από άγνωστο αγιογράφο, με λευκά κεφάλαια γράμματα στο κυανό φόντο αναφέρει τα ακόλουθα:
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ. ΟΡΩ ΣΕ ΤΑ(ΦΕ) ΔΕΙΛΙΩ ΣΟΥ ΤΗ(Ν) (Θ)ΕΑΝ. ΚΑΙ ΚΑΡΔ(ΙΟ)ΣΤΑΛΑΚΤΟΝ ΔΑΚΡΥΟΝ ΧΕΩ. ΧΡΕΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΦΡΙΤΤΩΝ. ΕΙΣ ΝΟΥΝ ΛΑΜΒΑΝΩΝ. ΠΩΣ ΓΑΡ ΔΙΕΛΘΩ ΠΕΡΑΣ ΒΑΒΑΙ ΤΟΙΟΥΤΟΥ. ΑΙ ΑΙ ΘΑΝΑΤΕ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΕ ΦΥΓΑΝ ΣΕ.”
Δ) Η επιγραφή της τοιχογραφίας του Αγίου Σισώη που βρίσκεται στον καθολικό της Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Ρογκοβού, στον Βίκο του Ζαγορίου ιστορημένη το 1765 από τον αγιογράφο Αναστάσιο και τους γιους του Ιωάννη και Γεώργιο από το Καπέσοβο , με λευκά γράμματα περιλαμβάνει τα εξής :
Ο ΑΒΒΑΣ ΣΙΣΩΗΣ. ορώ σε τάφε διληώ σου την θέαν και καρδιοσταλάκτους όμβρους εκχέω.
Ε) Η επιγραφή της τοιχογραφίας του Αγίου Σισώη που βρίσκεται στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου, ιστορημένη το 1788 – 1796 από Καπεσοβίτες αγιογράφους, με λευκά κεφάλαια γράμματα στο κυανό φόντο περιλαμβάνει τα εξής :
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ “ΟΡΩΝ ΣΕ ΤΑΦΕ ΔΗΛΗΩ ΣΟΥ ΤΗΝ ΘΕΑΝ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΟΣΤΑΛΑΚΤΟΥΣ ΩΜΒΡΟΥΣ ΕΚΧΕΩ ΧΡΕΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΦΛΗΚΤΟΝ ΕΙΣ ΝΟΥΝ ΛΑΜΒΑΝΩ ΠΩΣ ΓΑΡ ΔΗΕΛΘΩ ΠΕΡΑ ΣΕ ΒΑΒΑΙ ΠΕΡΑΣ ΤΙΟΥΤΟΥ. Ω ΘΑΝΑΤΕ Ω ΘΑΝΑΤΕ ΤΙΣ ΔΗΝΑΤΕ ΦΗΓΕΙΝ ΣΕ.”
ΣΤ) Η επιγραφή φορητής εικόνας του Αγίου Σισώη, που ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα και προέρχεται από τον μη υπάρχοντα σήμερα Ναό του Αγίου Αντωνίου στο Ποτάμι Ζακύνθου αναγράφει σε μικρό λευκό πλαίσιο τα εξής :
“Ορώ σε τάφε, δειλιώ σου (την) θέαν
κ(αι) καρδιοστάλακτον δάκρυον
χέω. χρέος το κ(οι)νόφλητον εις νουν
λαμβάνω. πώς γαρ [μέλλω διελ]θείν πέρ(ας)
τοιούτον, αι αι [θάνατε, τις δύναται] φυγ[είν σε];”
Και εξωτερικά στο δεξιό χείλος της λάρνακας : “Τάφος Αλεξ[άνδρου] του βασιλέ[ως].” 19
Ζ) Η επιγραφή της εικόνας του Αγίου Σισώη, που βρίσκεται στο εξωκκλήσι της Παναγίας Καστριανής στη Νάξο περιλαμβάνει το εξής λαϊκό αυτοσχέδιο δίστιχο:
“Δεν δύνουντ’ όλα τ’ άρματα του κόσμου και τα πλούτη,
να ξεγλυτώσουν όποιον μπει στην κατοικίαν ετούτη.” 20
Όπως γίνεται αντιληπτό, το κείμενο της επιγραφής σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν έχει πάντοτε την ίδια έκταση, ούτε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Άλλοτε μεν παρουσιάζεται να συμπληρώνεται από στίχους που προστίθενται, προκειμένου να δοθούν περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία στον πιστό για την εικόνα και άλλοτε να συντομεύεται με την παράλειψη λέξεων ή ακόμα και στίχων. Προφανώς αυτό γινόταν ανάλογα με τα “ανθίβολα” που είχε στην κατοχή του ο αγιογράφος ή την ανάλογη τοιχογραφία που είχε δει σε άλλο ναό και την είχε ως πρότυπο, αλλά και τις όποιες θεολογικές και γραμματικές γνώσεις του. Σ’ αυτές τις τελευταίες οφείλονται και οι παραφθορές λέξεων, καθώς και τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη αυτών των κειμένων. Οι επιγραφές είναι πάντοτε στην ελληνική γλώσσα, άλλοτε με μεγαλογράμματη και άλλοτε με μικρογράμματη γραφή, κάποιες δε φορές και μικτές. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στη Ζ επιγραφή, είναι εντελώς αυτοσχέδιο κείμενο, προϊόν της λαϊκής σοφίας.
Ο Βίος του Οσίου Σισώη ως βάση για την σύνθεση της εικονογραφικής παραστάσεως και η ιστορική πορείας της
Αλλά ας προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε ποια στοιχεία του βίου του Αγίου Σισώη έδωσαν την αφορμή και την έμπνευση στους αγιογράφους για τη σύνθεση της εδώ εξεταζόμενης εικονογραφικής παραστάσεως.
Ο Όσιος Σισώης κατέστη “της ερήμου πολίτης”21, αφού από τη νεαρή του ηλικία ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία, ασκητεύοντας στην έρημο της Αιγύπτου από τα μέσα του 4ου αιώνα μέχρι την Κοίμησή του το 429 μ. Χ. . Έφθασε σε ύψος αγιότητος αντίστοιχο αυτού του Μεγάλου Αντωνίου, έτσι ώστε δικαίως η Εκκλησία μας να τον ονομάσει και αυτόν Μέγα. Ο ίδιος ήταν τόσο ταπεινός, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του τον τελευταίο και τον πλέον ανάξιο από τους μοναχούς. Την ώρα δε της Κοιμήσεώς του παρακαλούσε τους αγγέλους, που θα παραλάμβαναν την ψυχή του, να περιμένουν λίγο για να μετανοήσει, θεωρώντας – από ταπείνωση – τον εαυτό του αμαρτωλό και πιστεύοντας όπως είπε στους παρευρισκόμενους μαθητές του: “δεν έχω βάλει ακόμη αρχή” στη μετάνοια.
Σύμφωνα με τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: “Eπειδή δε έγινε ταπεινός εις το άκρον, διά τούτο έλαβε χάριν παρά Kυρίου να ανασταίνη νεκρούς”22. Μνεία αυτού κάνει και η ορθόδοξη υμνογραφία σε Κανόνα του Όρθρου της 6ης Ιουλίου, εορτής του Αγίου Σισώη, ψάλλοντας: “Νεκρώσας της σαρκός σου το φρόνημα, Θεοφόρε, νεκρούς εξανέστησας, τη συνεργεία της χάριτος”23. Ο Όσιος μεταξύ των άλλων ασκητικών του παλαισμάτων προς κατάκτηση των αρετών δεν έπαυε να καλλιεργεί και “μνήμη θανάτου”, έτσι ώστε να μην αποσπάται η προσοχή του από οτιδήποτε εγκόσμιο, αλλά να παραμένει επικεντρωμένη στον τελικό στόχο που δεν ήταν άλλος από το να επιτύχει την ομοίωση με τον Θεό, τη θέωση, τη συνάντηση με τον Χριστό: “….και μνήμην θανάτου, διηνεκώς εμμελετών, τα Θεία Πάτερ επαυξανόμενος, μεγίσταις αναβάσεσι, προς εφετών το ακρότατον. όθεν όντως κατήντησας επ’ αυτήν την ακρώρειαν”24. “Ο Άγιος Σισώης ήταν άνθρωπος της θερμής προσευχής. Όταν προσευχότανε, η καρδιά του ήταν, σαν και να την έκαιε φωτιά. Γι’ αυτό οι μαθητές του τον ήκουαν, που συχνά αναστέναζε βαθειά” 25.
Όλα λοιπόν τα παραπάνω σίγουρα έδωσαν το καθένα κι από ένα στοιχείο:
α) η χάρη του Θεού ν’ ανασταίνει νεκρούς ο Αββάς Σισώης,
β) η πλήρως ασκητική ζωή του και η απάρνηση κάθε εγκοσμίου,
γ) η θερμή προσευχή του που συνοδευόταν από δάκρυα και στεναγμούς,
δ) η καλλιέργεια της μνήμης θανάτου, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της
χριστιανικής Παραδόσεως και ιδίως του μοναχικού βίου,
ώστε πάνω σε αυτά να βασισθεί η σύνθεση της γνωστής εικονογραφικής παραστάσεως.
Όμως ένα καίριο ερώτημα είναι: γιατί ο Αββάς Σισώης ζωγραφίζεται πάντοτε μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και όχι κάποιου άλλου σπουδαίου ιστορικού προσώπου, αρχαιότερού του ή και της εποχής του; Σύμφωνα με διήγηση, ο Όσιος Σισώης βρέθηκε κάποτε μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου βλέποντας το λείψανο του ενδοξότερου των Ελλήνων και μέγιστου εκπολιτιστή και στρατηγού, θρήνησε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Κάποιοι αμφισβητούν την ιστορικότητά της, αντιτείνοντας ότι αυτή δημιουργήθηκε με βάση την αντίστοιχη εικονογραφική παράσταση. Ο καθηγητής Γ. Γούναρης πιστεύει ότι αρχικά η εικόνα περιλάβανε τον Άγιο Σισώη να στέκεται μπροστά σε τάφο που περιείχε το σκελετό ή τους σκελετούς κάποιων άγνωστων ανθρώπων, χωρίς να γίνεται καμία μνεία στο όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αργότερα κάποιος αγιογράφος θεώρησε ότι θα γινόταν πιο εύληπτο το μήνυμα της εικόνας, αν ανέγραφε στη δική του τοιχογραφία το όνομα του Μακεδόνα βασιλιά που “η παράδοση τον παρουσιάζει ως δείγμα του ευμετάβλητου της τύχης”26 και έτσι από τότε καθιερώθηκε, όταν αγιογραφείται αυτή η εικόνα, ο Όσιος Σισώης να στέκεται μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όπως όμως κι αν έχει το ζήτημα της ιστορικής πορείας της διαμόρφωσης αυτής της εικόνας, καθόλου δεν παραβλάπτεται το θεολογικό μήνυμά της προς τον κάθε άνθρωπο, έτσι ώστε αυτός να κάνει καλή χρήση του χρόνου του, ώστε να εγκολπωθεί τη σωτηρία που του προσφέρει η Εκκλησία. Διότι ας μην ξεχνάμε: αυτή είναι η βασική αποστολή των εικόνων, το να διδάσκουν και να φρονηματίζουν τους πιστούς. Το αν πράγματι ο Άγιος Σισώης βρέθηκε ενώπιον του νεκρού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι αντικείμενο που πρέπει να εξιχνιάσει η ιστορική επιστήμη και ειδικότερα η εκκλησιαστική ιστορία.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Γούναρη: “Η παράσταση του ερημίτη αγίου μπροστά στον τάφο είναι συχνή μετά τον 15ο αιώνα.”27 Αλλά πότε ακριβώς πρωτοαγιογραφήθηκε και από ποιον αγιογράφο, παραμένει άγνωστο. Η παλαιότερη γνωστή και χρονολογημένη τοιχογραφία με αυτό το θέμα φαίνεται να είναι αυτή του 1522, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά.
Αντιθέτως οι αγιογραφίες, στις οποίες ο Άγιος Σισώης παριστάνεται μόνος του, είτε ολόσωμος είτε σε στηθάριο, είναι περιορισμένες σε αριθμό και οι περισσότερες χρονολογούνται πριν από τον 15ο αιώνα. Όμως συνεχίζει ν’ αγιογραφείται μεμονωμένα και μετά την καθιέρωση και γενική επικράτηση της παραστάσεώς του ενώπιον του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά σπανίως πλέον. Χαρακτηριστική μεταβυζαντινή τοιχογραφία αυτού του αρχικού τύπου είναι η ευρισκόμενη στη λιτή – εσωνάρθηκα του καθολικού της Ι. Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους του 16ου αιώνα.
Υποστηρίζεται από κάποιους ότι η εικονογραφική παράσταση Άγιου Σισώη και Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει τις ρίζες της και αντλεί την έμπνευσή της από τη θρησκευτική ζωγραφική της Δυτικής Ευρώπης28. Είναι γεγονός ότι ιδίως στην Ιταλία κατά τον 13ο – 15ο αιώνα ζωγραφίζεται σε ρωμαιοκαθολικούς ναούς τοιχογραφία με θέμα “Η συνάντηση των τριών ζωντανών και των τριών νεκρών”, όπου τρεις ιππείς ευγενείς – ιππότες συναντούν τρεις νεκρούς μέσα σε ανοικτούς τάφους. Ένας ανώνυμος ασκητής – κάποιες φορές ταυτίζεται με τον Άγιο Μακάριο Νιτρίας – στέκεται δίπλα στους τάφους. Όλη η σκηνή αποπνέει ως μήνυμα την ματαιότητα των εγκοσμίων και το βραχύ του βίου. Είναι φανερό λοιπόν ότι υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία με την μεταβυζαντινή αγιογραφία του Αββά Σισώη, όμως αυτά είναι κοινοί τόποι, αφού και οι δύο παραστάσεις έχουν εν μέρει κοινό δίδαγμα. Συνάμα δεν αποκλείεται – χωρίς να είναι και βέβαιο – κάποιοι Ορθόδοξοι αγιογράφοι να είχαν δει δυτικές χαλκογραφίες με την προαναφερθείσα ιταλική εικόνα και άλλα παραπλήσια θέματα και να επηρεάσθηκαν σε κάποια επουσιώδη στοιχεία. Παραδείγματος χάριν ο ιερεύς Ευστάθιος, ο αγιογράφος του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου στην Μαυριώτισσα της Καστοριάς, ίσως να είχε δει μια τέτοια δυτική χαλκογραφία, γι’ αυτό να ζωγράφισε στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου άλλους δύο σκελετούς. Ίσως όμως και να ήθελε – κι αυτό πιστεύω ότι είναι το πιθανότερο – να τονίσει το “κοινό χρέος” του θανάτου, που καταργεί κάθε ανθρώπινη δόξα. Όμως αφού υπάρχουν, όπως προαναφέραμε, τόσα στοιχεία από τον ίδιο τον βίο του Αγίου Σισώη, που θεμελιώνουν ιστορικά και θεολογικά τη δημιουργία από την μεταβυζαντινή αγιογραφική τέχνη αυτής της εικόνας, κατά την ταπεινή μας άποψη, δεν υπάρχει λόγος να τη θεωρήσουμε δυτικής εμπνεύσεως. Εξάλλου συνολικά τα διαφορετικά στοιχεία της Ορθόδοξης αυτής εικόνας είναι πολύ περισσότερα από τα όμοια με αυτά της δυτικής.
“Του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου”
Με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 πολλοί νόμισαν ότι οι αλυσίδες της πικρής σκλαβιάς θα κρατήσουν για πάντα δέσμιους τους Έλληνες μέχρι την παντελή εξαφάνισή τους από προσώπου της γης. Το όνομα Ελλάς πίστεψαν ότι θα συναντιόταν πλέον μόνο σε αραχνιασμένους παλαιούς χειρόγραφους κώδικες, που θα διηγούνταν “περασμένα μεγαλεία”. Όμως το Ελληνικό Έθνος συσπειρώθηκε γύρω από τη μητέρα του την ΟρθόδοξηΕκκλησία και διεσώθη κάτω από την σκέπη της. Μέσα από τα καθημερινά βάσανα της εξουθενωτικής Τουρκικής τυραννίας, ο Ελληνισμός πάλεψε και πέτυχε να διατηρήσει την εθνική του συνείδηση.
Μέσα στα πλαίσια της εθνικής και θρησκευτικής αυτής προσπάθειας ένα “λιθαράκι” ήταν και η σταδιακή διαμόρφωση αυτής της εικόνας, του Αγίου Σισώη ενώπιον του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μεγάλη η σημασία της για την τότε εποχή, αλλά εξίσου σημαντική και σήμερα για το εθνικό θέμα της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Η ίδια η μορφή του Μ. Αλεξάνδρου και οι επιγραφές των εικόνων αυτών, αποτελούν πολύτιμα ιστορικά τεκμήρια, που βρίσκονται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας, χωρίς όμως να αξιοποιούνται και να προβάλλονται όσο πρέπει. Ας αναφέρουμε λοιπόν ποια είναι αυτά τα αδιάψευστα ιστορικά στοιχεία που μπορούν να αντληθούν από αυτή την εικονογραφική παράσταση:
1) Από τις 23 παραστάσεις αυτής της τοιχογραφίας, που επισημάναμε στη μικρή έρευνά μας, οι 9 βρίσκονται διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία στο χώρο της Μακεδονίας.
2) Όλες αυτές έχουν ελληνικές επιγραφές, αφού γράφονταν από Έλληνες και θα διαβάζονταν από Έλληνες.
3) Καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονικό διάστημα 6 αιώνων από τον 15ο αιώνα και εντεύθεν.
4) Προβάλλουν το πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ονομάζοντάς τον μάλιστα σε κάποιες από αυτές και βασιλέα των Ελλήνων.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν αποτελούν μια τρανή μαρτυρία για την εθνική συνείδηση των ντόπιων κατοίκων, που δεν ήταν άλλη παρά η ελληνική.
Αλλά για να μην γενικολογούμε, ας φέρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα:
Η επιγραφή στην παράσταση του Αγίου Σισώη, που βρίσκεται στον εσωνάρθηκα της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, όπως προαναφέραμε αναγράφει τα ακόλουθα:
ΟΡΩΝ Ο ΜΕΓ(ΑΣ) ΕΝ ΑΣΚΗΤΑΙΣ ΣΙΣΩΗΣ ΑΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΕΛΛΗΝ(ΩΝ) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Και μήπως είναι η μόνη ; Ζωγραφισμένος τον 16ο αιώνα σε σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας στην Τράπεζα της Αγιορείτικης μονής της Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται έως σήμερα ο Μέγας Αλέξανδρος. Είναι καθισμένος επάνω σε μαξιλάρι, σε ξυλόγλυπτο κάθισμα – θρόνο, ενδεδυμένος ως βυζαντινός αυτοκράτορας. Δίπλα στην κεφαλή του η επιγραφή γράφει : Ο ΒΑCΙΛΕΥC ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟC.
Για τον Έλληνα της Τουρκοκρατίας – είτε αυτός κατοικούσε στη Μακεδονία είτε σε άλλη περιοχή του ελληνισμού – αρχαία Ελλάδα, ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία του Βυζαντίου και νεώτερος Ελληνισμός ήταν τρεις περίοδοι της ιστορίας του ελληνικού Έθνους29. Ένιωθαν υπερηφάνεια γι’ αυτό που υπήρξε και που ήταν τότε ο Ελληνισμός και δεν ντρέπονταν ούτε φοβόταν να το εκφράσουν. Γι’ αυτούς ο Μέγας Αλέξανδρος, αυτός ο Μακεδόνας βασιλιάς, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας τους, της παράδοσής τους, της ζωής τους. Σάρκα από τη σάρκα τους και αίμα από το αίμα τους. Δεν είχαν αμφιβολίες γι’ αυτόν, ούτε για το πόσο ελληνική ήταν η ιστορία της Μακεδονίας, όπως έχουν σήμερα κάποιοι αξιοθρήνητοι και αδαείς. Μέσα στα μαύρα χρόνια της μαρτυρικής σκλαβιάς του Οθωμανού κατακτητή, χωρίς να λογαριάσουν αν θα εκνεύριζαν τους ισχυρούς της εποχής, ζωγράφιζαν με εθνική υπερηφάνεια τον δοξασμένο πρόγονό τους, τον βασιλιά Αλέξανδρο τον Μέγα, και δεν δίσταζαν να γράφουν δίπλα του αυτό που ήταν γι’ αυτούς: ο βασιλεύς των Ελλήνων.
Η εθνική αφύπνιση που συντελούνταν στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό στα μαύρα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς τροφοδοτούνταν με αναγνώσματα, όπως η “Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου”. Γραμμένη στην απλή ελληνική τον 18ο αιώνα, βασισμένη όμως στο βυζαντινό κείμενο του 13ου αιώνα της “Ριμάδας του Μεγάλου Αλεξάνδρου”, έγινε ένα από τα πλέον αγαπητά αναγνώσματα των Ελλήνων, αλλά και δια μέσου των προφορικών διηγήσεων ακούσθηκε και από τους αναλφάβητους, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία τότε. Ένα δε απόσπασμά της, που αποτελεί ουσιαστικά ένα επιτυχημένο σχόλιο στην αγιογραφία του Αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μεγαλέξανδρου, αναφέρει ότι, όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς άκουσε τον ιατρό του να του λέει ότι του απομένουν μόλις τρεις ημέρες ζωής, είπε τα εξής: “Ω ψεύτη και μάταιε κόσμε και άτυχη δόξα μου, που φάνηκες για λίγο μόνον καιρό, γιατί τώρα, μπαίνω στη γη, όπως ο κάθε άνθρωπος … σας παραγγέλλω να μην είσθε πλεονέκτες, να διατηρήσετε δικαιοσύνη, να δείχνετε αγάπη στους φτωχούς και να μην κάνετε αδικίες, γιατί θα πεθάνετε χωρίς να έχετε κερδίσει τίποτα, όπως εγώ σήμερα … κάναμε κατορθώματα σαν να ήμασταν αθάνατοι, χωρίς να σκεφθούμε τον θάνατο. Να τώρα, όμως, που πεθαίνω και τίποτα απ’ όσα έκαμα δεν παίρνω μαζί μου”30. Βλέποντας λοιπόν τη σχετική τοιχογραφία ακόμα και ο πλέον εγγράμματος, αλλά και ο πιο αγράμματος μοναχός ή λαϊκός σίγουρα θα του ερχόταν στη μνήμη τα παραπάνω που θα είχε διαβάσει ή ακούσει. Σε συνδυασμό με την επιγραφή, που πάντα την συνόδευε, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για δυσκολία στην κατανόηση του περιεχομένου της. Από την μια ο Έλληνας κατηχούνταν στα διδάγματα της Ορθόδοξης πίστης του και απ’ την άλλη αισθανόταν εθνικά υπερήφανος, έχοντας τέτοιους προγόνους σαν τον Μέγα Αλέξανδρο.
Ο Τουρκοκρατούμενος Ελληνισμός, αν και για αιώνες αλυσοδέθηκε, ταπεινώθηκε, βασανίστηκε, περιφρονήθηκε από έναν κατακτητή ανάλγητο και μισαλλόδοξο, ποτέ δεν έχασε την ελπίδα ότι κάποτε με τη βοήθεια του Θεού θα έρθει η Σωτηρία και η Ανάσταση και δεν διαψεύσθηκε. Καλό όμως θα ήταν και σήμερα αρκετοί “ιστορικοί”, διπλωμάτες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά., Έλληνες και ξένοι, να σταθούν με περίσκεψη και ταπείνωση μπροστά σ’ αυτές τις τοιχογραφίες, οι οποίες από το βάθος των αιώνων εξακολουθούν να βοούν και στην εποχή μας την ιστορική αλήθεια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Μακάρι και εμείς οι σημερινοί Έλληνες να είχαμε την ίδια ζωντανή πίστη στον Χριστό και τους Αγίους Του, το ίδιο θάρρος και την ίδια γνώση της ελληνικής ιστορίας σαν και αυτών, που τα χέρια τους κρατούσαν τα πινέλα και αγιογραφούσαν τον Αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Βασιλέως Αλέξανδρου, αυτού του Μεγάλου Έλληνα!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, Αγία Πετρούπολη
1909, σελ. 294.
2. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τοιχογραφία του Αγίου Σισώη, που
βρίσκεται στον δυτικό τοίχο της λιτής – εσωνάρθηκα της Μονής Βαρλαάμ
Μετεώρων, αγιογραφημένη το 1566.
3. Η φορητή αυτή εικόνα του 17ου αιώνα με την ελληνική επιγραφή που βρέθηκε
φέτος στο Ντύσσελντορφ της Γερμανίας προς δημοπράτηση από γνωστό οίκο.
4. Γούναρης Γεώργιος, Οι τοιχογραφίες του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου της
Μαυριώτισσας στην Καστοριά, Μακεδονικά 21 (1981), σελ. 60 και υποσ.1,
πιν.25β.
5. Μονή Γενέσεως Θεοτόκου Αρέθα Αμφιλοχία, Μονή Βύλιζας Ματσουκίου
Ιωαννίνων.
6. Μεγάλου Βασιλείου, Προς την ομόζυγον Νεκταρίου 2, ΕΠΕ 2, 350.
7. Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 31, PG 37,68 C.
8. Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, PG 88,797 Α.
9. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ιδιόμελο νεκρωσίμου ακολουθίας.
10. Μεγάλου Βασιλείου, Εις το πρόσεχε σεαυτώ, PG 31,209 C.
11. Ζήση Θεοδώρου π., Επόμενοι τοις θείοις Πατράσι, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 81.
12. Σάκκου Ν. Στέργιου, Μνήμη θανάτου.
13. Κόντογλου Φώτη, Μυστικά Άνθη, Αθήνα 2001 5, σελ. 324 και 326.
14. Ίσως η μοναδική περίπτωση, που η τοιχογραφία του Αββά Σισώη βρίσκεται στο
χώρο του Ιερού Βήματος, είναι αυτή του ερειπωμένου ναού της Μεταμορφώσεως
του Σωτήρος, στο χωριό Κελεφά της Μάνης, όπου ο αγιογράφος την ιστόρησε σε
μια μικρή κόγχη στο χώρο του Διακονικού.
15.
ΝΑΟΣ ΟΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΣΙΣΩΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΕΩΣ
ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ
Παρεκκλήσιο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας, Καστοριά
1522
Ευστάθιος ιερεύς και πρωτονοτάριος
Ι. Μονή Βαρλαάμ, Μετέωρα
1566
Ιερεύς και σακελάριος Θηβών Γεώργιος Κονταρής και ο αδελφός του Φράγκος Κονταρής
Ι. Μονή Αγίου Νικολάου, Βελβεντό, Κοζάνη
πριν από το 1588
Ναός Αντιφωνητή, Καλογραιά, Κύπρος
16ος αι.
Άγιος Γεώργιος Περαχωρίτης, Κακοπετριά, Κύπρος
16ος αι.
Τράπεζα Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας, Άγιον Όρος
16ος αι.
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου – των Πατέρων, απέναντι από το χωριό Λίθινο, Ζίτσα, Ιωάννινα.
1631,ίσως και λίγο αργότερα.
Εξωκκλήσι Αγίου Ιωάννου Πέλικα , Μαρούσι, Αθήνα
1662
Δημήτριος ιερεύς
Άγιος Νικόλαος Θεολογίνας, συνοικία Μουζαβίκη, Καστοριά
1663
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ρεντίνα, Άγραφα
17ος αι. ;
Άγνωστος “μαθητής” της σχολής Φράγκου Κατελάνου
Ι. Μονή Βύλιζας Ματσουκίου, Ιωάννινα
1710 – 1720
Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, συνοικία Απόζαρι, Καστοριά
1727
Λαυρέντιος
Τράπεζα Ι. Μονής Δουσίκου, Θεσσαλία
1727
Ι. Μονή Γενέσεως Θεοτόκου, Αρέθα, Αμφιλοχία
1742 (ανακαίνιση του ναού)
Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Ρογκοβού, Βίκος, Ζαγόρι
1765
Αναστάσιος και οι γιοι του Ιωάννης και Γεώργιος από το Καπέσοβο
Ι. Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Μηλιές, Πήλιο
1774
Ι. Μονή Ξηροποτάμου, Άγιον Όρος
1783
Κοίμηση Θεοτόκου, Κουκούλι, Ζαγόρι
1788 – 1796
Καπεσοβίτες
Ι. Μονή Αγίου Γεωργίου Βουνού, Μεγίστη – Καστελόριζο
18ος αι.
Ι. Μονή Αγίας Τριάδος στο Βυθό, δίπλα στο χωριό Πεντάλοφος, Δυτική Μακεδονία
1802
Ο Χιοναδίτης ζωγράφος Μιχάλης
Καθολικό Αγίας Τριάδος , Σκήτη Καυσοκαλυβίων, Άγιον Όρος
1820
Μοναχός Μητροφάνης από την Βιζύη της Θράκης
Ερειπωμένος ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Κελεφά, Μάνη
Εξωκκλήσι Παναγίας Καστριανής, Νάξος
16. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις παρακάτω φορητές εικόνες με παράσταση του Αββά
Σισώη μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου:
α – β) δυο φορητές εικόνες του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών η
πρώτη του 16ου αιώνα και η δεύτερη των τελών του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα,
γ) αυτή του πάλαι ποτέ ναού του Αγίου Αντωνίου στο Ποτάμι Ζακύνθου των τελών του 17ου αιώνα, ευρισκόμενη τώραστην Πινακοθήκη του Μητροπολιτικού Μεγάρου Ζακύνθου (βλπ. άρθρο π. Παναγ. Καποδίστρια, Μπροστά στο αρχέτυπο κάλλος ή ο αββάς Σισώης ενώπιον των λειψάνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου),
δ) σε αμφιπρόσωπη εικόνα στην Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου (των Πατέρων) στην Ζίτσα Ιωάννινων,
ε-στ) ως συμπληρωματικό εικονίδιο στο κάτω μέρος εικόνας με την Κοίμηση του Αγίου Εφραίμ : σε εικόνα του 16ου αιώνα της συλλογής Εμπειρίκου και σε εικόνα του Τζανφουρνάρη του 16ου αιώνα,
ζ) φορητή εικόνα κρητικής τέχνης του 17ου αιώνα με ελληνική επιγραφή στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης,
η) εικόνα του 17ου αιώνα με ελληνική επιγραφή στο Ντύσσελντορφ της Γερμανίας προς δημοπράτηση από γνωστό οίκο.
17. Στα βημόθυρα αυτά προτιμήθηκαν θέματα σχετικά με την Κοίμηση και την
Ανάσταση, όπως η Ανάσταση του Λαζάρου, η Κοίμηση του Αγίου Ιωάννου του
Ερημίτου και ο Αββάς Σισώης, παραμερίζοντας τα εκ της Παραδόσεως
συνηθισμένα, όπως ο Ευαγγελισμός και οι Ιεράρχες.
18. Γούναρης Γεώργιος, Οι τοιχογραφίες του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου της
Μαυριώτισσας στην Καστοριά, Μακεδονικά 21 (1981), σελ. 60.
19. Άρθρο π. Παναγ. Καποδίστρια, Μπροστά στο αρχέτυπο κάλλος ή ο αββάς
Σισώης ενώπιον των λειψάνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
20. Κόντογλου Φώτη, Μυστικά Άνθη, Αθήνα 2001 5, σελ. 326.
21. Απολυτίκιο Αγίου Σισώη, Ωρολόγιον το Μέγα υπό Βαρθολομαίου
Κουτλουμουσιανού, Βενετία 1832, σελ.354.
22. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου , Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού,
εκδ. Βενετίας 1819 σελ168 , και εκδ. Αθηνών 1868 σελ. 249,καθώς και εκδ.
Δόμος 2005, τόμος Γ´6η Ιουλίου. Επίσης αναφορά στις αναστάσεις νεκρών από
τον Άγιο Σισώη γίνεται και στην P.G. 117,525 καθώς και στο Synaxarium
Constantinopolitanum, 6η Ιουλίου, στ. 801.
Είναι γνωστό από τον βίο του Οσίου το ακόλουθο περιστατικό: Πατέρας και γιος ταξίδευαν μαζί, κι ενώ περνούσαν κοντά από την περιοχή που ασκήτευε ο Άγιος Σισώης, έτυχε να πεθάνει ο γιος. Ο πατέρας γνωρίζοντας τη χάρη που είχε από τον Θεό ο Όσιος, παρουσιάσθηκε σ’ αυτόν υποβαστάζοντας τον νεκρό γιο του και έβαλαν μετάνοια μπροστά του. Εκείνος δεν αντιλήφθηκε ότι το παιδί ήταν νεκρό και του ζήτησε να σηκωθεί και τότε αυτό αναστήθηκε. Ο Όσιος όμως που είχε γνήσιο ταπεινό φρόνημα στεναχωρήθηκε, γιατί δεν ήθελε να δίνονται αφορμές για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Έτσι οι μαθητές του ζήτησαν από τον πατέρα να μην αποκαλύψει τίποτε για το θαύμα μέχρι να πεθάνει ο Γέροντάς τους.
23. Κανόνες του Όρθρου της 6ης Ιουλίου, Μηναίον Ιουλίου, Βενετία 1845, σελ. 28.
24. Στιχηρά προσόμοια Εσπερινού, Μηναίον Ιουλίου, Βενετία 1845, σελ. 27.
25. Ψαριανού Λ. Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, Εικόνες Έμψυχοι,
σ. 240-241.
26. Γούναρης Γεώργιος, Οι τοιχογραφίες του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου της
Μαυριώτισσας στην Καστοριά, Μακεδονικά 21 (1981), σελ. 60.
27. Γούναρης Γεώργιος, Οι τοιχογραφίες του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου της
Μαυριώτισσας στην Καστοριά, Μακεδονικά 21 (1981), σελ. 60.
28. R. Stichel, Studien zum Verhältnis von Text und Bild spät- und
nachbyzantinischen Vergänglichkeits darstellungen, Wien 1971, σ. 83-112.
29. Βλέπε περισσότερα για το θέμα στο βιβλίο του ομότιμου καθηγητή ΑΠΘ
Καραθανάση Αθανάσιου, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη
1991.
30. Μαντουβάλου Μαρία, Ο Μέγας Αλέξανδρος στη διαχρονική συνείδηση των
Ελλήνων, Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος 301 – Μάρτιος 2018, σελ. 26.
http://aktines.blogspot.com/2018/07/blog-post_82.html